
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Μέσα σε ένα εκρηκτικό πολιτικό κλίμα και υπό την πίεση του θερινού κοινοβουλευτικού ημερολογίου, η κυβέρνηση του Mark Carney επιχειρεί να περάσει εσπευσμένα το νομοσχέδιο C-5 προκαλώντας έντονες αντιδράσεις τόσο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης όσο και από κοινωνικούς φορείς και εκπροσώπους των Αυτόχθονων πληθυσμών. Το νομοσχέδιο, το οποίο στοχεύει στην επιτάχυνση μεγάλων έργων υποδομής και ενέργειας σε εθνικό επίπεδο έχει ήδη χαρακτηριστεί από την κυβέρνηση ως «καταλύτης για μία Ενιαία Καναδική Οικονομία».
Τη Δευτέρα 17 Ιουνίου, το νομοσχέδιο πέρασε από τη δεύτερη ανάγνωσή του στη Βουλή των Κοινοτήτων με τη στήριξη των Συντηρητικών. Αντίθετα, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (NDP), το Bloc Québécois και οι Πράσινοι καταψήφισαν την πρόταση υποστηρίζοντας ότι υπονομεύει τις δημοκρατικές διαδικασίες και τα συνταγματικά δικαιώματα των Αυτόχθονων πληθυσμών. Σύμφωνα με πληροφορίες το νομοσχέδιο C-5 προωθούνταν με διαδικασίες εξπρές ώστε να εγκριθεί πριν την ολοκλήρωση των εργασιών της βουλής στις 20 Ιουνίου ενώ η Γερουσία θα κλείσει τις εργασίες τις στις 27 Ιουνίου.
Ιδιαίτερη ανησυχία έχει προκαλέσει το γεγονός ότι η νομοθεσία παρουσιάζει αξιοσημείωτες ομοιότητες με πρόσφατους νόμους στο Οντάριο και τη Βρετανική Κολούμπια (όπως ο Νόμος 15), οι οποίοι έχουν δεχθεί επικρίσεις επειδή επιτρέπουν στην επαρχιακή εκτελεστική εξουσία να εγκρίνει έργα χωρίς εκτενή δημόσια διαβούλευση ή συμμετοχή κοινωνικών ομάδων που πλήττονται άμεσα.
«Το C-5 παραβιάζει ευθέως τη συνταγματική υποχρέωση του κράτους να διασφαλίζει την ελεύθερη, πρότερη και ενσυνείδητη συγκατάθεση των Αυτόχθονων πληθυσμών», δήλωσε στην αίθουσα της Βουλής η Leah Gazan, βουλευτής του NDP και μέλος του Wood Mountain Lakota Nation. «Δεν μπορεί η κυβέρνηση να επικαλείται το εθνικό συμφέρον και να αποκλείει από τον διάλογο τους ίδιους τους φορείς που υφίστανται τις συνέπειες», πρόσθεσε με αιχμηρό τόνο.
Η αρχηγός των Πρασίνων, Elizabeth May, επιτέθηκε και αυτή με σφοδρότητα στην κυβέρνηση, χαρακτηρίζοντας τη διαδικασία επιβολής του νομοσχεδίου «νέα κορύφωση της περιφρόνησης προς το Κοινοβούλιο» υπογραμμίζοντας ότι «Η παραβίαση της δημοκρατικής τάξης δεν οικοδομεί καμία οικονομία. Σε όσα χρόνια παρακολουθώ στενά την κοινοβουλευτική ζωή, δεν έχω ξαναδεί κυβέρνηση να συγκεντρώνει εξουσίες με τόσο πρόδηλη πρόθεση να τις διατηρήσει».
Ο καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο University of the Fraser Valley, Hamish Telford, εκτιμά ότι η πίεση της κυβέρνησης Carney να επιταχύνει τη νομοθέτηση ενδέχεται να οδηγήσει σε μακροπρόθεσμες δυσλειτουργίες τονίζοντας ότι «Αν το νομοσχέδιο δεν είναι νομικά στέρεο και αν αγνοήσει τις απαιτήσεις της κοινωνίας των πολιτών ή των Αυτόχθονων ομάδων, κινδυνεύει να μπλοκαριστεί στα δικαστήρια. Η πρεμούρα δεν είναι σύμμαχος της θεσμικής ανθεκτικότητας», προειδοποιεί.
Η κυβέρνηση επιμένει ότι ο Καναδάς χρειάζεται γρήγορες παρεμβάσεις προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα αυξημένα κόστη έργων, οι εμπορικές προκλήσεις και η νομισματική αστάθεια. Ωστόσο, η κριτική των αντιπολιτευόμενων ξεκαθαρίζει ότι το C-5, συνδυαζόμενο με την «κίνηση προγραμματισμού» που περιορίζει τον χρόνο συζήτησης, δημιουργεί αίσθηση θεσμικής βιασύνης η οποία ενδέχεται να αποδυναμώσει το ίδιο το επιχείρημα περί εθνικού συμφέροντος. Όπως χαρακτηριστικά διατύπωσε την πρότασή του ο Telford λέγοντας ότι «Αντί η κυβέρνηση να βιάζεται για να προλάβει την καλοκαιρινή ανάπαυλα, θα μπορούσε να αφιερώσει λίγο παραπάνω χρόνο μέσα στον Ιούλιο ώστε να πραγματοποιηθούν δημόσιες ακροάσεις μέσω κοινοβουλευτικής επιτροπής. Έτσι, θα είχε και τη νομική θωράκιση και την κοινωνική νομιμοποίηση που χρειάζεται».
Ο ίδιος υπενθυμίζει το παράδειγμα του αγωγού Trans Mountain, όπου η απουσία επαρκούς διαβούλευσης είχε οδηγήσει σε καθυστερήσεις ετών λόγω δικαστικών παρεμβάσεων. «Το θεσμικό πλαίσιο έπασχε από την αρχή. Αν ξανακάνουμε το ίδιο λάθος, τα έργα που θέλουμε να προωθήσουμε θα γυρίσουν μπούμερανγκ», σημειώνει.
Η Βουλή των Κοινοτήτων αναμένεται να κλείσει στις 20 Ιουνίου, ενώ η Γερουσία λίγες ημέρες αργότερα, στις 27 Ιουνίου. Κάθε επανασυγκρότηση θα απαιτεί απόφαση του πρωθυπουργικού γραφείου και θα αφορά αποκλειστικά έκτακτες ανάγκες.