
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Το Τορόντο καλεί εκ νέου τους δημότες να εκφράσουν τις απόψεις τους, αυτήν τη φορά για τον προϋπολογισμό του 2026. Η δήμαρχος της πόλης, Ολίβια Τσάου, άνοιξε τον νέο κύκλο δημόσιων διαβουλεύσεων με το σαφές μήνυμα ότι «Οι καιροί είναι δύσκολοι, η πίεση στην καθημερινότητα εντείνεται και ο επόμενος προϋπολογισμός οφείλει να ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες των δημοτών».
Η διαδικασία διαβουλεύσεων
Η πρώτη δημόσια διαβούλευση, εκ των έξι επί τω συνόλω, που θα πραγματοποιηθούν, έγινε στη Βόρεια Αγορά του Αγίου Λαυρεντίου (St. Lawrence Market North), με τη συμμετοχή 200 περίπου ανθρώπων. Η διαδικασία, η οποία διεξάγεται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά πριν από τη σύνταξη του προϋπολογισμού, αποσκοπεί στην καταγραφή και την ενσωμάτωση των προτεραιοτήτων των δημοτών προτού το σχέδιο δαπανών τεθεί προς εξέταση από το δημοτικό συμβούλιο.
Η διαβούλευση είναι το πρώτο βήμα πριν της γραφή του προϋπολογισμού, όπως δήλωσε η πρόεδρος της επιτροπής προϋπολογισμού και δημοτική σύμβουλος Σέλι Κάρολ τονίζοντας ότι «Η δήμαρχος έχει δεσμευτεί να ρωτάμε την κοινότητα πριν καταρτίσουμε το (όποιο) σχέδιο».
Οι διαβουλεύσεις μεταξύ της δημοτικής αρχής και των δημοτών θα ολοκληρωθούν στις 23 Οκτωβρίου με τις συνεδρίες να γίνονται διά ζώσης ενώ θα ακολουθήσουν «εικονικές» διαβουλεύσεις στις 27 και 29 Οκτωβρίου. Παράλληλα, υπάρχει και διαδικτυακό ερωτηματολόγιο το οποίο μπορούν να απαντούν οι δημότες μέχρι τη 31η Οκτωβρίου. Τα αποτελέσματα αυτού θα παρουσιαστούν στην Επιτροπή Προϋπολογισμού στις 8 Ιανουαρίου 2026 και θα διαμορφώσουν τον οικονομικό προϋπολογισμό που θα υποβάλει είτε στο τέλος Ιανουαρίου, είτε στις αρχές Φεβρουαρίου η δήμαρχος.
Έλλειμμα ενός δισεκατομμυρίου και το χάσμα της στέγασης
Η πόλη αντιμετωπίζει μία προϋπολογιστική «μαύρη τρύπα» της τάξης του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων στα λειτουργικά της έξοδα. Αυτή η τρύπα αντανακλάται στις αυξανόμενες ανάγκες υπηρεσιών και υποδομών συμπεριλαμβανομένων και των περιορισμένων εσόδων.
Ένα επιμέρους αλλά κρίσιμο στοιχείο του οικονομικού «κενού» είναι η στεγαστική χρηματοδότηση στέγασης, η οποία υπολογίζεται σε 100 περίπου εκατομμύρια δολάρια, και αποδίδεται σε ελλείψεις χρηματοδότησης από την ομοσπονδιακή και την επαρχιακή κυβέρνηση.
Η Κάρολ επεσήμανε ότι το Τορόντο αντιμετωπίζει διαρθρωτικό έλλειμμα που χρονολογείται από τη δημοτική ενοποίηση που έγινε την 1η Ιανουαρίου, 1998, το οποίο, με τις σημερινές πιέσεις, έχει φτάσει το συνολικό επίπεδο του ενός δισεκατομμυρίων.
Η συζήτηση για την ενδεχόμενη αύξηση των δημοτικών φόρων ιδιοκτησίας αναμένεται να βρεθεί στο επίκεντρο των συζητήσεων καθώς τα έσοδα από την ακίνητη περιουσία αποτελούν μία από τις βασικές πηγές χρηματοδότησης των δημοτικών υπηρεσιών όπως οι συγκοινωνία της πόλης, οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, δημόσια τάξεως και ένα ευρύ φάσμα κοινοτικών προγραμμάτων.
Οι προβληματισμοί των πολιτών
Στην πρώτη διαβούλευση μεταξύ της δημοτικής αρχής και δημοτών, κάτοικοι της πόλης έθεσαν τα θέματα που θεωρούν σημαντικά. Χαρακτηριστικά μία δημότης είπε πως «Οι μεταφορές είναι το πρώτο μου ζήτημα» ενώ ένας άλλος δημότης πρόσθεσε ότι «Η ασφάλεια και η στέγαση είναι δύο από τα πολλά που με απασχολούν γιατί έχω μία ολόκληρη λίστα ζητημάτων».
Η δήμαρχος Τσάου αναγνώρισε το άγχος που υπάρχει σε πολλά νοικοκυριά δηλώνοντας ότι «Οι άνθρωποι νιώθουν το τσίμπημα... και ανησυχούν για τις δουλειές τους. Είναι καιρός να συγκρατηθούμε και να πούμε “Aς προστατεύσουμε λίγο το πορτοφόλι μας”».
Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο αύξησης των δημοτικών τελών για τα ακίνητα, η δήμαρχος της πόλης υπογράμμισε την ανάγκη εξεύρεσης ισορροπίας καθώς ο προϋπολογισμός πρέπει αφενός να υπηρετεί τους κατοίκους, αφετέρου να παραμένει δημοσιονομικά βιώσιμος. Μεταξύ άλλων υπενθύμισε ότι τα προηγούμενα δύο χρόνια καταγράφηκαν υψηλές αυξήσεις στους δημοτικούς φόρους με το 2024 να καταγράφει αύξηση 9,5% και, επιπλέον, 6,9% το 2025.
Προτεραιότητες και περιορισμοί
Στην προσπάθεια για έναν «πιο λιτό» προϋπολογισμό, η Σέλι Κάρολ διευκρινίζει ότι η ιδέα δεν πρόκειται για απλές περικοπές αλλά για στοχευμένες επενδύσεις τονίζοντας ότι «Προστατεύουμε την προσιτότητα, εστιάζουμε στα απολύτως αναγκαία και προετοιμαζόμαστε για ένα αβέβαιο διεθνές οικονομικό περιβάλλον». Παράλληλα, η πόλη έχει μπροστά της ένα επενδυτικό κενό στο ζήτημα των υποδομών της τάξης των 18 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την επόμενη δεκαετία το οποίο πρέπει να καλυφθεί χωρίς να υπονομεύονται οι καθημερινές λειτουργικές ανάγκες.
Η δήμαρχος και δημοτικοί σύμβουλοι έχουν υπογραμμίσει ότι ελλείψει ενισχύσεων από την ομοσπονδιακή ή επαρχιακή κυβέρνηση, η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να αντιμετωπίσει το δίλημμα είτε να διακόψει την υποστήριξη σε πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο είτε να επιβαρύνει τους κατοίκους με επιπλέον φορολογικό βάρος. Η Τσάου έχει καλέσει επανειλημμένα τις ανώτερες κυβερνήσεις να αναλάβουν το μερίδιο ευθύνης τους υποστηρίζοντας ότι «Κανένα από τα δύο άκρα δεν είναι δίκαιο».