Share
Visit Us
email us
CLICK TO VIEW THE WHOLE PUBLICATION ONLINE

Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter

Το βράδυ της 3ης Οκτωβρίου 2025, στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία Αγίου Νικολάου στο Τορόντο, παρουσιάστηκε το δίγλωσσο έργο της Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη «Της Ντροπής - 73 μικρές βαρωσιώτικες ιστορίες» (Haunting Voices - The Mediterranean Jewel Speaks», με τη συγγραφέα να παρίσταται μαζί με τον σύζυγό της, πολιτικό μηχανικό, Δημήτρη Πλούμπη.

Την παρουσίαση του βιβλίου άνοιξε ο πρώην Ύπατος Αρμοστής της Κύπρου σε Αυστραλία και Τσεχία Αχιλλέας Αντωνιάδης (και μεταφραστής της αγγλικής έκδοσης) υπογραμμίζοντας ότι «Ο αγώνας να αποτρέψουμε την ολική καταστροφή του Βαρωσιού αλλά και ολόκληρης της Κύπρου αρχίζει εδώ».

Η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη, με το βιβλίο της επιχειρεί να ορθώσει έναν λόγο μνήμης και βαθειά πολιτικό στη νεοελληνική πεζογραφία. Ορθώνει ανάστημα δίνοντας μορφή στη σιωπή.

Οι 73 ιστορίες της δεν είναι αφήγηση αλλά μία εκ των έσω αποτύπωση μνήμης, αναζήτηση δικαίωσης και μία καταγραφή για τη μη επιδίωξη κάθαρσης αλλά την επιδίωξη μίας μαρτυρίας.

Χαρακτηρηστικά η συγγραφέας σε συνέντευξη που έδωσε στον Ελληνικό Τύπο υπογράμμισε ότι «Σε μια πόλη λεηλατημένη, απογυμνωμένη, αφημένη για μισό αιώνα στο έλεος του χρόνου, η σιωπή και η σιγή έχουν πια γίνει η μοναδική της δύναμη. Κανένας δεν μπορεί να την διακόψει. Μόνο να τη σεβαστούμε μπορούμε, να την αφουγκραστούμε. Γιατί, ναι, η σιωπή έχει το δικό της ήχο».

Η σιωπή αυτή δεν είναι απουσία. Είναι η μόνη γλώσσα που απομένει σε έναν τόπο που οι άνθρωποι της μάλλον δεν συγχωρούν. Η στατιστοκολόγος και συγγραφέας οχτώ μυθιστορημάτων και έξι συλλογών διηγημάτων, μέσα από αυτό το έργο της, γίνεται η φωνή της σιωπής που κυριαρχεί με μία γραφή με ρυθμό μίας ανάσας που μαρτυρά πως η μνήμη δεν ζητά έλεος αλλά καθιστά άπαντες συμμέτοχους για την απονομή δικαιοσύνης.

Η γλώσσα ως πένθος

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Αβρααμίδου-Πλούμπη είναι απογυμνωμένη, πυκνή, σχεδόν ρυθμική. Δεν αναζητά μεταφορές αλλά αποκαλύψεις. Η γραφή της συνομιλεί με την λυρική ελλειπτικότητα της Έρσης Σωτηροπούλου και με τον ποιητικό κινηματογραφικό ρεαλισμό της Τόνιας Μαρκετάκη ενώ φέρει και την υπόκωφη οικονομία και τις σιωπές της Μαργκερίτ Ντιράς (πραγματικό όνομα Marguerite Donnadieu).

Οι σύντομες προτάσεις της δημιουργούν την αίσθηση λειτουργίας του λόγου μέσα από τον χωροχρόνο. Στο συγκεκριμένο έργο δεν υπάρχει μία αφήγηση που να εξηγεί. Υπάρχει μία συνείδηση που αναζητά αφού, όπως μας τόνισε «Η πόλη μιλά. Απαιτεί. Ζητά δικαίωση. Ζητά σεβασμό και από τις δυο κοινότητες, απαιτεί από τον όποιο ξένο να αποσυρθεί» γιατί στο βιβλίο της η Αμμόχωστος της δεν είναι πια σκηνικό, είναι πρόσωπο. Ένα πρόσωπο-μάσκα, κάτω από το οποίο η συγγραφέας αναζητά τον άνθρωπο που «φέρει» μέσα του τη λεηλασία της εισβολής.

Η φιλοσοφία της ντροπής

Η ντροπή, για την Αβρααμίδου, δεν είναι συναισθηματικό βάρος αλλά ηθική αρχή. Είναι η στιγμή που η αλήθεια παύει να ανήκει στο άτομο και γίνεται δημόσιο χρέος για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος. «Ό,τι έχει προδοθεί, παύω να έχω το δικαίωμα να το κρατώ για τον εαυτό μου. Ό,τι πλήγωσε τον κόσμο μας πρέπει να αποκαλυφθεί, πρέπει να ειπωθεί, πρέπει να χαραχτεί στη μνήμη ακόμα και αυτών για τους οποίους δεν αποτέλεσε βίωμα» μετατρέποντας τη «ντροπή» της σιωπής των 51 χρόνων σε κινητήρια δύναμη επίλυσης και από τη συλλογική «συνενοχή» σε δημόσια πράξη μαρτυρίας. «Η αποδοχή», μας λέει, «αποτελεί απελευθέρωση». Αυτή η φιλοσοφία διατρέχει όλο το βιβλίο ως ένα αόρατο «δίκτυο αντίστασης».

Η Αμμόχωστος ως «Νεκρή πόλη»

Η Αμμόχωστος, γνωστή άλλοτε ως η Βενετία της Ανατολής, παραμένει από την εισβολή του 1974, μία νεκρή πόλη που «στέκεται» λεηλατημένη, ερειπωμένη, εγκλωβισμένη στην πολιτική εκκρεμότητα της κατοχής καθώς τα πάντα απομένουν παγωμένα στο χρόνο.

Παρότι γράφει βαθύτατα «πολιτικά», η Αβρααμίδου δεν γράφει για την πολιτική. Γράφει για τη μεταφυσική της απουσίας της. Για εκείνο το «άδειο δωμάτιο με τις πράσινες μανταλωμένες πόρτες» όπου η μνήμη επιμένει να ανασαίνει».

Η ίδια ξεχωρίζει τρία πεζά της από το βιβλίο με πρώτο «Η φωτογραφία» (σελ. 109), δεύτερο «Πρώτη και καλύτερη» (σελ. 43) και τρίτο «Οι φοίνικες» (σελ. 14).

Στο «Η φωτογραφία», αποτέλεσμα μίας φωτογραφίας που τράβηξε η ίδια, υπάρχει […] «Ένας ξεχαρβαλωμένος διακόπτης και κομμένα καλώδια». Όπου […] «Η μάνα σώπασε» […] «Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο της μάνας» […] «Λες κι αυτά, τα καλώδια, ήταν ό,τι συνέδεε την ίδια με το παρελθόν» […] «Για τη μάνα, το σπίτι ήταν πάντα ένας ζωντανός οργανισμός. Μια μεγάλη μήτρα απ’ όπου είχαμε βγει όλοι μας. Τώρα πια έχουμε μείνει όλοι ορφανοί».

Ο «διακόπτης» είναι η αιτία να την ρωτήσω περί μνήμης.

Απαντώντας η Αβρααμίδου-Πλουμπή τόνισε ότι «Ελπίζω ο τόπος να μην έχει μνήμη. Γιατί αν έχει, αυτό που επιτρέψαμε να γίνει στην Αμμόχωστο, δεν θα μας το συγχωρέσει ποτέ. Η μνήμη είναι μια εντελώς προσωπική διαδικασία μετατροπής των εμπειριών, εντυπώσεων και γνώσεων σε μια βαθιά κατανόηση του κόσμου που ζήσαμε. Η συλλογική μνήμη είναι μαγιά για αυτό που ονομάζουμε μέλλον». Αυτή η απάντηση, ίσως, θα μπορούσε να είναι το μόττο ολόκληρης της κυπριακής μνήμης.

Η ανάγκη και η επιστροφή

Η επιστροφή, για την Αβρααμίδου, δεν είναι απλώς νοσταλγία. Είναι υπαρξιακό καθήκον. «Η επιστροφή», λέει, «είναι ανάγκη. Μόνο που μέσα στον καθένα πραγματοποιείται με διαφορετικό τρόπο. Κάποιοι έχουμε την ανάγκη να βάλουμε το δάχτυλο επί των τύπων των ήλων. Κάποιοι άλλοι, τελούν το μυστήριο της επιστροφής νοητά. Πάντα, όμως, αποτελεί μυστήριο που σε εξαγνίζει».

Η συγγραφέας λειτουργεί ως εκφραστής της τελευταίας γενιάς που έχει μνήμες. Δεν γράφει για να αποχαιρετήσει αλλά για να παραδώσει. Η γραφή της μοιάζει με νησίδα που αρνείται να βυθιστεί εκεί που βρίσκεται το τραύμα και η μετάνοια.

Η μνήμη ως ηθική πράξη

Η Αμμόχωστος δεν ζητά πρωτίστως την επιστροφή των περιουσιών αλλά πρώτα απ’ όλα, την επιστροφή της συνείδησης. Οι «φωνές που στοιχειώνουν» δεν είναι ψίθυροι φαντασμάτων αλλά οι τελευταίοι κρίκοι μιας συλλογικής ευθύνης. Μίας ευθύνης για την οποία η συγγραφέας καταθέτει απερίφραστα την άποψη «Ας αποτελέσει ο καθένας μία σταγόνα ενός κύματος. Να μιλήσει, να επαναλάβει, να διαιωνίσει».

Αυτό το κάλεσμα συμπυκνώνει όλη την ουσία του έργου της αφού «η μνήμη δεν είναι παρελθόν αλλά είναι καθήκον». Η λογοτεχνία, για την ίδια, όταν είναι αληθινή, δεν παρηγορεί τον πόνο αλλά τον μετατρέπει σε δίκαιο. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται η δύναμη του βιβλίου «Της ντροπής». Στην αφοπλιστική απλότητα μιας γυναίκας που γράφει για να «σιγήσει τη σιωπή».

Αυτό το κάλεσμα συμπυκνώνει όλη την ουσία του έργου της αφού «η μνήμη δεν είναι παρελθόν αλλά είναι καθήκον». Η λογοτεχνία, για την ίδια, όταν είναι αληθινή, δεν παρηγορεί τον πόνο αλλά τον μετατρέπει σε λόγο πολιτικού δικαίου. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται η δύναμη του βιβλίου «Της ντροπής». Στην αφοπλιστική απλότητα μίας γυναίκας που γράφει για να «σιγήσει τη σιωπή».

Τη βιβλιοπαρουσίαση στο Τορόντο συνδιοργάνωσαν η Κυπριακή Ομοσπονδία Καναδά, η Κυπριακή Κοινότητα Τορόντο, το ΕλληνοΚαναδικό Κονγκρέσο και ο Σύλλογος Ελλήνων Εκπαιδευτικών του Οντάριο.

Τη συγγραφέα συνόδευσε ο σύζυγός της και πολιτικός μηχανικός της, Δημήτρη Πλουμπής".

Posted 
October 10, 2025
 in 
Community
 category

Join Our Newsletter and Get the Latest
Posts to Your Inbox

No spam ever. Read our Privacy Policy
Thank you! Your submission has been received!
Oops! Something went wrong while submitting the form.