
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Με φόντο τα αλπικά τοπία της Αλμπέρτα και την επιστροφή της γεωπολιτικής αβεβαιότητας στη διεθνή σκηνή, οι ηγέτες των επτά ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου κατέληξαν, κατά την 51η Σύνοδο Κορυφής της G7 στον Καναδά, σε μία κοινή στρατηγική για την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) στον δημόσιο τομέα και την ανάπτυξη της κβαντικής τεχνολογίας. Στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε με τη λήξη των εργασιών της Συνόδου στο Kananaskis, οι ηγέτες των ΗΠΑ, του Καναδά, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας υπογράμμισαν ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να καταστεί ως μοχλός αναβάθμισης των δημόσιων υπηρεσιών αλλά και ως ένας καταλύτης κοινωνικής και ενεργειακής μεταρρύθμισης.
Ο Καναδός πρωθυπουργός Mark Carney, στον ρόλο του προεδρεύοντος της ομάδας των επτά (G7) για το 2025, ανακοίνωσε ότι ο Καναδάς θα φιλοξενήσει τη νέα σειρά ερευνητικών εργαστηρίων υπό την ονομασία "Rapid Solution Labs", με στόχο την άρση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν τα κράτη στην ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης στη δημόσια διοίκηση. Η πρωτοβουλία συνοδεύεται από τη δημιουργία ενός διακρατικού κόμβου, του G7 AI Network (GAIN), που θα αναπτυχθεί ένας κοινός οδικός χάρτης για την εφαρμογή επιτυχημένων λύσεων στον δημόσιο τομέα, αξιοποιώντας τεχνολογίες ανοιχτού κώδικα και ενισχύοντας τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών.
Η Σύνοδος του Kananaskis κατέστησε επίσης σαφές ότι η τεχνητή νοημοσύνη δεν περιορίζεται πλέον σε ακαδημαϊκά εργαστήρια ή πολυεθνικές του τεχνολογικού τομέα αλλά πρέπει να καταστεί προσβάσιμη στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Οι κρατικοί ηγέτες υποσχέθηκαν να επιταχύνουν τη διάδοση της τεχνητής νοημοσύνης AI μέσω στρατηγικών χρηματοδοτικών εργαλείων, πλατφορμών ανταλλαγής γνώσεων και κοινών υποδομών υπολογιστικής ισχύος. Ο Καναδάς ανακοίνωσε ήδη επενδύσεις ύψους 174 εκατομμυρίων δολαρίων για την υποστήριξη τεχνολογικών ιδρυμάτων και το οικοσύστημα AI, ενώ ειδική μνεία έγινε στην ανάγκη για διακρατικές πρωτοβουλίες που θα ενισχύσουν τη διαφάνεια, την εμπιστοσύνη και την ηθική χρήση των τεχνολογιών αυτών.
Παράλληλα, αναγνώρισαν τις σοβαρές ενεργειακές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η μαζική υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης, ιδιαίτερα στη λειτουργία των μεγάλων κέντρων δεδομένων και των γλωσσικών μοντέλων. Όπως ανέφερε το ανακοινωθέν, η αυξανόμενη πίεση στα ενεργειακά δίκτυα αποτελεί αρνητικό εξωτερικό αντίκτυπο που πρέπει να διαχειριστεί άμεσα καινοτόμες μεθόδους και τεχνολογίες. Στο πλαίσιο αυτό, οι χώρες δεσμεύτηκαν να επενδύσουν σε ενεργειακά αποδοτικές τεχνολογίες, νέες υποδομές και βελτιστοποιημένους αλγορίθμους, με στόχο την προστασία της ενεργειακής ασφάλειας και τη διατήρηση της πρόσβασης σε προσιτή και καθαρή ενέργεια.
Δεν έλειψαν οι αναφορές στις παγκόσμιες ανισότητες. Η ανακοίνωση που είδε το φως της δημοσιότητας κάνει αναφορά στις ανησυχίες των χωρών του Παγκόσμιου Νότου και των αναδυόμενων οικονομιών οι οποίες κινδυνεύουν να αποκλειστούν από την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Η G7, μεταξύ άλλων, αναγνώρισε την ανάγκη για ενίσχυση των ψηφιακών δυνατοτήτων των χωρών αυτών προτείνοντας διμερείς και πολυμερείς συνεργασίες ώστε να χτιστούν ανθεκτικά οικοσυστήματα τεχνολογίας. «Ακούμε τις φωνές όσων φοβούνται ότι θα μείνουν πίσω», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Emmanuel Macron, υπενθυμίζοντας τη σημασία της πολυπολικότητας στην τεχνολογική ανάπτυξη.
Ιδιαίτερη θέση στο κοινό ανακοινωθέν καταλαμβάνει για πρώτη φορά και η κβαντική τεχνολογία στην οποία συζήτησαν (Kananaskis Common Vision for the Future of Quantum Technologies). Στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων η G7 καθόρισε ένα συνεκτικό θεσμικό και επενδυτικό πλαίσιο για την ενίσχυση της κβαντικής επιστήμης τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο. Η σύσταση της Ομάδας Κοινής Εργασίας G7 για τις Κβαντικές Τεχνολογίες προβλέπει τη συνεργασία κυβερνήσεων, πανεπιστημίων και επιχειρήσεων με στόχο την ανάπτυξη κοινών αρχών, την ανταλλαγή δεδομένων και τη ρύθμιση θεμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.
Οι δηλώσεις των Ευρωπαίων ηγετών αναδεικνύουν τον προβληματισμό για την επιρροή των μεγάλων αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών και την ανάγκη διαμόρφωσης μιας ευρωπαϊκής ψηφιακής κυριαρχίας. Η Ursula von der Leyen, σε παρέμβασή της εκτός του επίσημου πλαισίου, σημείωσε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εργάζεται πάνω σε μια «κοινωνικά υπεύθυνη στρατηγική για την τεχνητή νοημοσύνη» η οποία θα είναι βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα και στη διαφάνεια.