
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Με φόντο τα αλπικά τοπία της Αλμπέρτα και την επιστροφή της γεωπολιτικής αβεβαιότητας στη διεθνή σκηνή, οι ηγέτες των επτά ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου κατέληξαν, κατά την 51η Σύνοδο Κορυφής της G7 στον Καναδά, σε μία κοινή στρατηγική για την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) στον δημόσιο τομέα και την ανάπτυξη της κβαντικής τεχνολογίας. Στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε με τη λήξη των εργασιών της Συνόδου στο Kananaskis, οι ηγέτες των ΗΠΑ, του Καναδά, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας υπογράμμισαν ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να καταστεί ως μοχλός αναβάθμισης των δημόσιων υπηρεσιών αλλά και ως ένας καταλύτης κοινωνικής και ενεργειακής μεταρρύθμισης.
Ο Καναδός πρωθυπουργός Mark Carney, στον ρόλο του προεδρεύοντος της ομάδας των επτά (G7) για το 2025, ανακοίνωσε ότι ο Καναδάς θα φιλοξενήσει τη νέα σειρά ερευνητικών εργαστηρίων υπό την ονομασία "Rapid Solution Labs", με στόχο την άρση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν τα κράτη στην ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης στη δημόσια διοίκηση. Η πρωτοβουλία συνοδεύεται από τη δημιουργία ενός διακρατικού κόμβου, του G7 AI Network (GAIN), που θα αναπτυχθεί ένας κοινός οδικός χάρτης για την εφαρμογή επιτυχημένων λύσεων στον δημόσιο τομέα, αξιοποιώντας τεχνολογίες ανοιχτού κώδικα και ενισχύοντας τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών.
Η Σύνοδος του Kananaskis κατέστησε επίσης σαφές ότι η τεχνητή νοημοσύνη δεν περιορίζεται πλέον σε ακαδημαϊκά εργαστήρια ή πολυεθνικές του τεχνολογικού τομέα αλλά πρέπει να καταστεί προσβάσιμη στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Οι κρατικοί ηγέτες υποσχέθηκαν να επιταχύνουν τη διάδοση της τεχνητής νοημοσύνης AI μέσω στρατηγικών χρηματοδοτικών εργαλείων, πλατφορμών ανταλλαγής γνώσεων και κοινών υποδομών υπολογιστικής ισχύος. Ο Καναδάς ανακοίνωσε ήδη επενδύσεις ύψους 174 εκατομμυρίων δολαρίων για την υποστήριξη τεχνολογικών ιδρυμάτων και το οικοσύστημα AI, ενώ ειδική μνεία έγινε στην ανάγκη για διακρατικές πρωτοβουλίες που θα ενισχύσουν τη διαφάνεια, την εμπιστοσύνη και την ηθική χρήση των τεχνολογιών αυτών.
Παράλληλα, αναγνώρισαν τις σοβαρές ενεργειακές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η μαζική υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης, ιδιαίτερα στη λειτουργία των μεγάλων κέντρων δεδομένων και των γλωσσικών μοντέλων. Όπως ανέφερε το ανακοινωθέν, η αυξανόμενη πίεση στα ενεργειακά δίκτυα αποτελεί αρνητικό εξωτερικό αντίκτυπο που πρέπει να διαχειριστεί άμεσα καινοτόμες μεθόδους και τεχνολογίες. Στο πλαίσιο αυτό, οι χώρες δεσμεύτηκαν να επενδύσουν σε ενεργειακά αποδοτικές τεχνολογίες, νέες υποδομές και βελτιστοποιημένους αλγορίθμους, με στόχο την προστασία της ενεργειακής ασφάλειας και τη διατήρηση της πρόσβασης σε προσιτή και καθαρή ενέργεια.
Δεν έλειψαν οι αναφορές στις παγκόσμιες ανισότητες. Η ανακοίνωση που είδε το φως της δημοσιότητας κάνει αναφορά στις ανησυχίες των χωρών του Παγκόσμιου Νότου και των αναδυόμενων οικονομιών οι οποίες κινδυνεύουν να αποκλειστούν από την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Η G7, μεταξύ άλλων, αναγνώρισε την ανάγκη για ενίσχυση των ψηφιακών δυνατοτήτων των χωρών αυτών προτείνοντας διμερείς και πολυμερείς συνεργασίες ώστε να χτιστούν ανθεκτικά οικοσυστήματα τεχνολογίας. «Ακούμε τις φωνές όσων φοβούνται ότι θα μείνουν πίσω», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Emmanuel Macron, υπενθυμίζοντας τη σημασία της πολυπολικότητας στην τεχνολογική ανάπτυξη.
Ιδιαίτερη θέση στο κοινό ανακοινωθέν καταλαμβάνει για πρώτη φορά και η κβαντική τεχνολογία στην οποία συζήτησαν (Kananaskis Common Vision for the Future of Quantum Technologies). Στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων η G7 καθόρισε ένα συνεκτικό θεσμικό και επενδυτικό πλαίσιο για την ενίσχυση της κβαντικής επιστήμης τόσο σε δημόσιο όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο. Η σύσταση της Ομάδας Κοινής Εργασίας G7 για τις Κβαντικές Τεχνολογίες προβλέπει τη συνεργασία κυβερνήσεων, πανεπιστημίων και επιχειρήσεων με στόχο την ανάπτυξη κοινών αρχών, την ανταλλαγή δεδομένων και τη ρύθμιση θεμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.
Οι δηλώσεις των Ευρωπαίων ηγετών αναδεικνύουν τον προβληματισμό για την επιρροή των μεγάλων αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών και την ανάγκη διαμόρφωσης μιας ευρωπαϊκής ψηφιακής κυριαρχίας. Η Ursula von der Leyen, σε παρέμβασή της εκτός του επίσημου πλαισίου, σημείωσε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εργάζεται πάνω σε μια «κοινωνικά υπεύθυνη στρατηγική για την τεχνητή νοημοσύνη» η οποία θα είναι βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα και στη διαφάνεια.
Το μετέωρο το βήμα της Δύσης μετά τη Σύνοδο της G7
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Με θεματολογία που κυμάνθηκε από την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη και τις κβαντικές τεχνολογίες, η συνάντηση των ηγετών των επτά ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου κινήθηκε ανάμεσα στην ανάγκη θεσμικής της συνέχειας και την εντεινόμενη πολιτική ασυνεννοησία.
Στην απομακρυσμένη αλλά επιμελώς επιλεγμένη τοποθεσία του Kananaskis στην Αλμπέρτα, η φετινή Σύνοδος της ομάδας των επτά (G7) επιχείρησε να διαμορφώσει μία «ενιαία» εικόνα σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε τέλεια μετάβαση. Με θεματολογία που κυμάνθηκε από την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη και τις κβαντικές τεχνολογίες, η συνάντηση των ηγετών των επτά ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου κινήθηκε ανάμεσα στην ανάγκη θεσμικής της συνέχειας και την εντεινόμενη πολιτική ασυνεννοησία.
Η Καναδική προεδρία της Συνόδου, με διοργανωτή τον Mark Carney, επεδίωξε να επαναφέρει τη G7 σε έναν άξονα στρατηγικής σοβαρότητας, υπογραμμίζοντας την «υπαρξιακή σημασία» στήριξης προς την Ουκρανία και την ανάγκη ελέγχου των επιθετικών ενεργειακών πρακτικών της Ρωσίας. Η ανακοίνωση πακέτου 4,3 δισ. δολαρίων, δια στόματος του Καναδού πρωθυπουργού, σε στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς το Κίεβο αποτέλεσε το σημαντικότερο χειροπιαστό αποτέλεσμα της Συνόδου, σε μία στιγμή κατά την οποία η ενότητα του δυτικού στρατοπέδου βάλλεται τόσο από εσωτερικές αποκλίσεις όσο και από την απουσία συνεκτικής στρατηγικής για τον Νότο.
Η έκδηλη απουσία του Donald Trump, ο οποίος αποχώρησε πρόωρα επικαλούμενος την επιδείνωση της κατάστασης στη Μέση Ανατολή, λειτούργησε ως επιταχυντής για την ανάδειξη των υφερπουσών διαφορών μεταξύ των συμμετεχόντων. Παρά την παραμονή του υπουργού Οικονομικών Scott Bessent, ως επικεφαλής της αμερικανικής αντιπροσωπείας, η απουσία του προέδρου από τις βασικές συνομιλίες για την εξωτερική πολιτική επέφερε ένα τέλειο διπλωματικό κενό.
Στο διπλωματικό επίπεδο, ξεχώρισε η ιδιαίτερα θερμή συνάντηση μεταξύ του Volodymyr Zelenskyy και του Mark Carney, στο περιθώριο της Συνόδου. Ο Καναδός πρωθυπουργός καταδίκασε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τους πρόσφατους ρωσικούς βομβαρδισμούς κατά της ουκρανικής πρωτεύουσας, όπου 12 άμαχοι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 130 άνθρωποι τραυματίστηκαν. Ο Carney τόνισε τη σημασία της απόλυτης αλληλεγγύης προς το Κίεβο, ενώ ο Zelenskyy έθεσε επιτακτικά την ανάγκη για αυξημένη διπλωματική πίεση προς τη Μόσχα δηλώνοντας πρόθυμος για «άμεση και άνευ όρων κατάπαυση του πυρός».
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπάθησε να διατηρήσει ενιαία στάση. Ο Emmanuel Macron κινήθηκε σε γραμμή σταθερότητας, αν και η σχέση του με την Ιταλίδα πρωθυπουργό Giorgia Meloni πέρασε από δοκιμασία. Το περιβόητο «βλέμμα» (eye-roll) της Meloni προς τον Γάλλο πρόεδρο έγινε viral, προκαλώντας ερμηνείες για την έλλειψη χημείας μεταξύ των δύο. Η ένταση αυτή ερμηνεύθηκε από πολιτικούς παρατηρητές ως ένδειξη των αυξανόμενων ιδεολογικών και τακτικών αποκλίσεων εντός της ΕΕ.
Από την άλλη η παρουσία του Ινδού πρωθυπουργού, Narendra Modi, υπήρξε ταυτόχρονα στρατηγική και αμφιλεγόμενη. Ο Ινδός πρωθυπουργός συναντήθηκε με τον Carney και συμμετείχε σε συζητήσεις με ηγέτες από τη Βραζιλία, τη Νότια Αφρική και το Μεξικό για την ενεργειακή κυριαρχία. Ωστόσο, η παρουσία του προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις από ομάδες Σιχ στον Καναδά λόγω της δολοφονίας του ακτιβιστή Hardeep Singh Nijjar το 2023. Η Ομοσπονδιακή Αστυνομία του Καναδά (RCMP) έχει δηλώσει δημοσίως ότι διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία για την ανάμειξη της ινδικής κυβέρνησης όχι μόνο στην εν λόγω υπόθεση αλλά και σε άλλες σοβαρές εγκληματικές πράξεις εντός της καναδικής επικράτειας.
Η δεύτερη ημέρα της Συνόδου σημαδεύτηκε και από την πρώτη και διά ζώσης συνάντηση του Carney με τον νέο Γενικό Γραμματέα του NATO, Mark Rutte, σε μία συγκυρία όπου ο Καναδάς έχει για πρώτη φορά ανακοινώσει συγκεκριμένο σχέδιο για να αγγίξει το πολυπόθητο όριο του 2% του ΑΕΠ σε στρατιωτικές δαπάνες. Ο Rutte, από την πλευρά του, εξέφρασε αισιοδοξία ότι το σύνολο των μελών της Συμμαχίας θα έχει επιτύχει αυτόν τον στόχο μέχρι την επόμενη Σύνοδο του NATO στη Χάγη. Ο Καναδάς, μαζί με την Πορτογαλία, φέρεται να έχει ενισχύσει τις δεσμεύσεις του, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αναθεωρημένου δόγματος ασφάλειας στην εποχή της ουκρανορωσικής διαμάχης.
Τέλος, η G7 επιχείρησε να χαρτογραφήσει ένα φιλόδοξο αλλά «θολό θεσμικό τοπίο» γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη και την κβαντική τεχνολογία. Η δημοσίευση του Οράματος από το Kananaskis για τις Κβαντικές Τεχνολογίες (Kananaskis Vision for Quantum Technologies) σηματοδοτεί την πρώτη επίσημη δέσμευση της ομάδας των επτά για επενδύσεις, λειτουργικότητα και πρόσβαση στην καινοτομία χωρίς, όμως, να υπάρχει ένα σαφές θεσμικό πλαίσιο εφαρμογής.
Σε τελική ανάλυση, η Σύνοδος του Kananaskis υπήρξε περισσότερο ως μία αντανάκλαση των ρωγμών και λιγότερο ως επιβεβαίωση της συνοχής του δυτικού κόσμου. Ο Καναδάς επεδίωξε να προσδώσει θεσμική βαρύτητα στη συμμαχία, αλλά τα γεγονότα, σε επίπεδο γεωπολιτικής και θεσμικής διπλωματίας, «πρόδωσαν» έναν συνασπισμό που παλεύει να εκφράσει μία από κοινού φωνή σε έναν πολυπολικό και ασταθή κόσμο.
H G7 στον «αστερισμό» της ενέργειας
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Το ζήτημα της παγκόσμιας ενεργειακής ασφάλειας τέθηκε στο επίκεντρο των συνομιλιών των ηγετών της G7 στην Αλμπέρτα, την Τρίτη, στον απόηχο της όξυνσης της κρίσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, η οποία έχει προκαλέσει άνοδο των διεθνών τιμών του πετρελαίου. Σημειωτέον ότι από τις εργασίες της Συνόδου απουσίασε ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Donald Trump, ο οποίος αποχώρησε πρόωρα, γεγονός που σχολιάστηκε αρνητικά ιδιαίτερα από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
«Η σύμπνοια που επιδεικνύει η G7 για κοινές προκλήσεις στον τομέα της ενεργειακής ασφάλειας και των νέων τεχνολογιών – όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η κβαντική υπολογιστική και η πληροφορική – αποτελεί ένδειξη της ωριμότητας του θεσμού», δήλωσε ο Καναδός πρωθυπουργός Mark Carney, κατά την έναρξη των εργασιών της Συνόδου. «Ο Καναδάς είναι ο σταθερός σας εταίρος σε όλα αυτά τα πεδία και μαζί είμαστε πιο ισχυροί» πρόσθεσε υπογραμμίζοντας τον ρόλο που κοιτά να επιτύχει η χώρα στη διεθνή σκακιέρα ο πρωθυπουργός της χώρας.
Ο Carney, ο οποίος εξελέγη με μία από τις κεντρικές προεκλογικές του δεσμεύσεις, την επιτάχυνση κατασκευής μεγάλων υποδομών, όπως αγωγοί και ενεργειακά έργα, φέρνει στην επικαιρότητα το νομοσχέδιο C-5. Το επίμαχο αυτό νομοθέτημα θα παρέχει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση την εξουσία να παρακάμπτει ορισμένες ισχύουσες νομοθεσίες, επιτρέποντας την ταχεία έγκριση έργων στρατηγικής σημασίας, όπως μεταλλεία, λιμένες και αγωγοί, εφόσον κριθούν ότι εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον.
Η κυβέρνηση Carney επιδιώκει να υπερψηφιστεί το νομοσχέδιο μέχρι την Παρασκευή που ο Ελληνικός Τύπος κυκλοφορεί, 20 Ιουνίου, ημέρα κατά την οποία διακόπτονται οι εργασίες της βουλής κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών.
Αξιοσημείωτη είναι η στήριξη που τυγχάνει το νομοσχέδιο ακόμη και από συντηρητικούς έπαρχους, όπως η Danielle Smith της Αλμπέρτα και ο Scott Moe της Σασκάτσουαν, οι οποίοι σπανίως ταυτίζονται με ομοσπονδιακές νομοθετικές πρωτοβουλίες των Φιλελευθέρων.
«Όσο περισσότερο καθυστερούμε να διαμορφώσουμε μια αυθεντική εθνική στρατηγική, τόσο περισσότερο εθιζόμαστε στην ευκολία της εξαγωγής προς τις Ηνωμένες Πολιτείες», σημείωσε η Smith. «Αν όμως θέλουμε πραγματικά να οικοδομήσουμε ένα ισχυρό έθνος, οφείλουμε να αναζητήσουμε νέες αγορές», υπογράμμισε.
Από την πλευρά του, ο Scott Moe επισήμανε την ανάγκη για μακροπρόθεσμη ρυθμιστική σταθερότητα λέγοντας ότι «Είναι προς όφελος των Καναδών, των οικογενειών μας και, τελικά, της παγκόσμιας ενεργειακής σταθερότητας».
Ωστόσο, η πρωτοβουλία Carney δεν μένει χωρίς κριτικές. Πλήθος βουλευτών της αντιπολίτευσης, μία γερουσιαστής, αλλά και η επικεφαλής του Κόμματος των Πρασίνων (Green Party), Elizabeth May, έχουν εκφράσει έντονες ενστάσεις για την ταχύτητα με την οποία επιχειρείται να εγκριθεί το νομοσχέδιο.
Επιπλέον, τα Πρώτα Έθνη εκφράζουν ανοιχτά τον προβληματισμό τους για την ενδεχόμενη παραβίαση Συνθηκών και εθιμικών δικαιωμάτων. Ο Grand Chief Greg Desjarlais της Συνομοσπονδίας των Πρώτων Εθνών της Συνθήκης 6 (Confederacy of Treaty Six First Nations), δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «Το έγγραφο αυτό μας παραδόθηκε μόλις πριν λίγες ημέρες. Χρειαζόμαστε χρόνο για να συμβουλευτούμε τους πρεσβύτερους και τους ανθρώπους αυτού του τόπου. Διότι το θέμα αφορά εμάς, το περιβάλλον, τη γη και τα ύδατα».
Σύμφωνα με τον Greg Anderson, καθηγητή πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Αλμπέρτα (University of Alberta), η συγκυρία της συζήτησης για την ενέργεια δεν είναι τυχαία.
Σε συνέντευξή του τόνισε ότι «Η συζήτηση αυτή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα με φόντο τις γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Υπάρχει ανησυχία ότι το Ιράν, σε μία απελπισμένη κίνηση, ενδέχεται να επιχειρήσει το κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ βυθίζοντας εμπορικά πλοία. Αυτό θα προκαλούσε άμεση εκτίναξη των τιμών πετρελαίου και (ένα) κύμα αβεβαιότητας».
Πάντως, παρά το εντεινόμενο ενδιαφέρον για την επιτάχυνση νέων έργων υποδομής, ουδείς μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα αν η αβεβαιότητα του σήμερα θα οδηγήσει πράγματι σε έναν νέο κύκλο αγωγών, των οποίων η ολοκλήρωση απαιτεί πολυετή ή ακόμη και δεκαετή χρονικά διαστήματα.
Ο θεσμικός κόμβος της Δύσης, η επανεμφάνιση της αμερικανικής εξαίρεσης και τα όρια της πολυμέρειας
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Η Σύνοδος Κορυφής της G7 στο Kananaskis της Αλμπέρτα δεν υπήρξε απλώς ένα εθιμοτυπικό επετειακό συμβάν αλλά αντιθέτως λειτούργησε ως καθρέφτης της ευρύτερης ιστορικής μετάβασης την οποία βιώνουμε. Από αυτήν της μεταψυχροπολεμικής «πίστης» στον θεσμικό πολυμερισμό/πολυπολισμό στην επιστροφή της «πολιτικής της ισχύος». Με άλλα λόγια, από τη διεθνή τάξη όπου οι μεταβλητές δεν προσδιορίζονταν από τον κανόνα αλλά από τη βούληση των κρατών.
Με μία πρώτη ματιά, η Σύνοδος ολοκληρώθηκε χωρίς θεσμικό ρήγμα αλλά επιβεβαίωσε πως ο δυτικός κόσμος δεν είναι πλέον ένα συνεκτικό γεωπολιτικό σώμα αλλά ένα δίκτυο κρατών με διαφοροποιημένες προτεραιότητες, ανισομερής εθνικές στρατηγικές και αναδυόμενες ηγεμονικές τάσεις και εντάσεις. Ο Καναδός πρωθυπουργός, Mark Carney, επενδύοντας σε μία ρητορική ενότητας καθώς έδωσε τις πρώτες του εξετάσεις στη διεθνή σκακιέρα, επιχείρησε να αναδείξει τη σημασία της προσωπικής διπλωματίας και της πολιτικής εμπιστοσύνης. Ωστόσο, η διεξαγωγή της συνόδου υπογράμμισαν την κρίση νομιμοποίησης του ίδιου του θεσμού και αυτό αναφάνηκε από πολλά όπως από την απουσία κοινού ανακοινωθέντος, την αποχώρηση Trump, τις επαναλαμβανόμενες παραφωνίες σε βασικά γεωπολιτικά ζητήματα.
Η G7, η οποία από τη δεκαετία του ’70 λειτούργησε ως ο επιτελικός εγκέφαλος της φιλελεύθερης ή και νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης φαίνεται πια να παλινδρομεί μεταξύ της θεσμικής της μνήμης και της αδυναμίας να αναδιαμορφώσει τον ρόλο της σε έναν μεταηγεμονικό κόσμο. Η παρουσία Trump, με τον εσωστρεφή και επιλεκτικό ατλαντισμό και διεθνισμό του, επανέφερε στο το ερώτημα της τελευταίας τουλάχιστον δεκαετίας. Μπορούν οι Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρήσουν ρόλο εγγυητή του δυτικού συστήματος ή έχουμε εισέλθει στη φάση της «αμερικανικής ιδιοτέλειας»;
Από τη διαχείριση της ισραηλινοϊρανικής κρίσης έως το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής η διάσταση μεταξύ των θέσεων της Ουάσιγκτον και των ευρωπαίων εταίρων της ήταν εμφανής. Η άρνηση των Αμερικανών να συμπεριληφθούν όροι όπως «κατάπαυση πυρός» στο κοινό ανακοινωθέν για τη Μέση Ανατολή όπως και η απουσία της φράσης «κλιματική αλλαγή» από την κοινή δήλωση για τις δασικές πυρκαγιές φανερώνουν όχι μόνο πολιτικές αποκλίσεις αλλά και βαθύτερες μεταμορφώσεις στην «ηθική» γεωγραφία της Δύσης.
Ο Donald Trump εξέφρασε εκ νέου την επιθυμία του για επιστροφή της Ρωσίας στο τραπέζι της G7, ώστε να επανέλθει η σύνθεση της G8, μία πρόταση που έχει διατυπώσει αρκετές φορές από το 2018. Η πρόταση αυτή, και απορρίπτεται ιδιαιτέρως από τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας το 2014, δεν αποτελεί έναν απλό πολιτικό ελιγμό αλλά αντανακλά μία βαθύτερη αντίληψη περί του ποιος δικαιούται να συμμετέχει στη διεθνή αρχιτεκτονική ισχύος. Παράλληλα, κι ενώ απάντησε θετικά σε ερώτηση δημοσιογράφου για πιθανή συμμετοχή της Κίνας στο μέλλον, επανέφερε, έστω και έμμεσα το ερώτημα για το ποια είναι τα θεμέλια συμμετοχής στον σκληρό πυρήνα των παγκόσμιων θεσμών. Αυτές οι τοποθετήσεις δεν αποτελούν απλώς στιγμιαίους ελιγμούς αλλά ουσιαστικά αντικατοπτρίζουν μία ευρύτερη, θεμελιώδη επαναδιατύπωση του ποιος και με ποια κριτήρια δικαιούται να συμμετέχει στη διεθνή αρχιτεκτονική ισχύος. Η πρόταση, βέβαια, και ανεξαρτήτως της τύχης της, συγκρούεται με το άτυπο αλλά αξιακό υπόβαθρο της ομάδας των επτά, το οποίο ιστορικά έχει ταυτιστεί με τη «δημοκρατική διακυβέρνηση», τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και τον δυτικό φιλελευθερισμό/νεοφιλελευθερισμό.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Carney προσπάθησε να αρθρώσει μία νέα αφήγηση συνεργασίας. Μία συνεργασία μικρότερης φιλοδοξίας και περισσότερο πραγματισμού. «Εννέα άνθρωποι γύρω από ένα τραπέζι», όπως χαρακτηριστικά είπε, δεν μπορεί να είναι ένα παγκόσμιο διευθυντήριο αλλά ένας χώρος δοκιμής της εμπιστοσύνης, της ανταλλαγής και κυρίως της διαχείρισης της μη-συμφωνίας.
Με όρους, όμως, διεθνούς θεωρίας αυτό σημαίνει κάτι πολύ βαθύτερο. Σημαίνει ότι η G7 παύει να λειτουργεί ως επιτελικός θεσμός της Δύσης και μετατρέπεται σε μία πλατφόρμα διατήρησης των ελάχιστων κανόνων συνεννόησης, σε έναν κόσμο όπου η ισχύς πια, καθορίζει την τάξη και όχι το αντίστροφο.
Η Σύνοδος των επτά σημαντικότερων οικονομιών του κόσμου δεν έδωσε απαντήσεις. Αλλά επιβεβαίωσε πως η εποχή της μεταψυχροπολεμικής σταθερότητας έχει οριστικά παρέλθει. Τη θέση της λαμβάνει μία νέα παγκόσμια γεωπολιτική συνθήκη. Εκείνη της πολυπολικής ισχύος, της αποσύνδεσης ηγεμονιών και της ανάδυσης ενός μετα-δυτικού(;) κόσμου.
Η G7 στην αβεβαιότητα μετά την αποχώρηση Trump
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Στα αλπικά βάθη του Kananaskis στην Αλμπέρτα, οι ηγέτες των κρατών-μελών της G7 συναντήθηκαν στις 16–17 Ιουνίου 2025 προσπαθώντας να βρουν ή να βρεθούν κοινές λύσεις υπό τη σκιά των αυξανόμενων διεθνών κρίσεων. Ωστόσο, τη Δευτέρα, ο Αμερικανός πρόεδρος αναχώρησε διαταράσσοντας την εικόνα συνοχής και προκαλώντας έντονη πολιτική αναστάτωση.
Η αναχώρηση του Trump, όπως επιβεβαίωσε η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Karoline Leavitt, συνδέθηκε με την ένταση στη Μέση Ανατολή, ειδικά ανάμεσα σε Ισραήλ και Ιράν. O Emmanuel Macron ισχυρίστηκε ότι ο Trump αποχώρησε για να συμμετάσχει σε ειρηνευτικές προσπάθειες. Ο Trump, όμως, διέψευσε τις πληροφορίες τονίζοντας σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα δικών του συμφερόντων, Truth Social, ότι οι λόγοι ήταν «πολύ σημαντικότεροι» και δεν υπήρχε καμία συμφωνία για κατάπαυση πυρός.
Χαρακτηριστική ήταν η έκπληξη και ανησυχία που προκάλεσε η αναχώρηση του καθώς ακύρωσε και τη συνάντηση του με τον Ουκρανό ομόλογό του, Volodymyr Zelenskiy, ο οποίος αναχώρησε χωρίς ουσιαστική δέσμευση από τις ΗΠΑ, παρά τις συνομιλίες που είχε με τον Καναδό πρωθυπουργό, Mark Carney, για νέα στρατιωτική βοήθεια.
Στο πεδίο του εμπορίου, η Σύνοδος της G7 δεν κατέληξε σε ουσιαστικές συλλογικές, με τις ΗΠΑ να επιμένουν σε μονομερείς δασμολογικές πολιτικές έναντι της Κίνας και της ΕΕ. Η μόνη πιθανή συμφωνία που προέκυψε ήταν αυτή με το Ηνωμένο Βασίλειο για τη μείωση των δασμών σε ηλεκτρικά οχήματα. Από την άλλη, η Ιαπωνία μέσω του υπουργού Οικονομικών της, Shun’ichi Suzuki, εξέφρασε τη δυσαρέσκεια του για έλλειψη προόδου στη μείωση των αμερικανικών δασμών οι οποίοι συνεχίζουν να επηρεάζουν αρνητικά τις εξαγωγές αυτοκινήτων της.
Η ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα στο τραπέζι επιβαρύνθηκε περαιτέρω από μια χαρακτηριστική στιγμή αμηχανίας ανάμεσα στη Giorgia Meloni και τον Emmanuel Macron, όταν η Ιταλίδα πρωθυπουργός, εμφανώς ενοχλημένη, αντέδρασε με μία ειρωνική κίνηση των ματιών κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους, ένα στιγμιότυπο που καταγράφηκε από τις κάμερες, αναπαράχθηκε μαζικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ερμηνεύθηκε ως αποτύπωση της ψυχρότητας που χαρακτηρίζει τις διμερείς σχέσεις των δύο ηγετών.
Την ίδια στιγμή, η αμφίσημη και συχνά απρόβλεπτη στάση του Αμερικανού προέδρου επιβάρυνε περαιτέρω το κλίμα αβεβαιότητας που επικράτησε στη Σύνοδο. Η αιφνιδιαστική αποχώρησή του όχι μόνο υπέσκαψε τη συνοχή της ομάδας των Επτά αλλά ανέδειξε και τα δομικά ρήγματα αξιοπιστίας των ΗΠΑ ως σταθερού εταίρου στους διεθνής και περιφερειακούς οργανισμούς που έχουν εμφανιστεί από την εποχή που ο Donald Trump επανεξελέγει.
H Σύνοδος έκλεισε χωρίς την έκδοση κοινού δελτίου τύπου αλλά και ψηφίσματος για την Ουκρανία ή την Μέση Ανατολή, ένδειξη των διαφωνιών που έλαβαν χώρα λόγω της αναχώρησης του Αμερικανού προέδρου και της αμερικανικής άρνησης σε συγκεκριμένες διατυπώσεις. Από την άλλη, όμως, η καναδική πλευρά ανακοίνωσε ένα νέο πακέτο στήριξης προς το Κίεβο, περιλαμβάνοντας στρατιωτικής βοήθειας δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων, συνοδευόμενο από οικονομικές και χρηματοδοτικές πρωτοβουλίες κατά της Μόσχας.