CLICK TO VIEW THE WHOLE PUBLICATION ONLINEΗ Κεντρική Τράπεζα του Καναδά (ΚΤΚ) διατηρεί αμετάβλητο το βασικό επιτόκιο στο 2,25% καθώς εκτιμά ότι το τρέχον επίπεδο επαρκεί για τη συγκράτηση του πληθωρισμού κοντά στον στόχο του 2% και για τη στήριξη της οικονομίας εν μέσω των συνεχιζόμενων πιέσεων. Η απόφαση έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία η καναδική οικονομία εμφανίζει ενδείξεις ανθεκτικότητας ενώ η αγορά αναμένει τη σταθεροποίηση της νομισματικής πολιτικής στο προσεχές διάστημα.
Η ΚΤΚ ανακοίνωσε ότι διατηρεί αμετάβλητο τον στόχο για το επιτόκιο μίας ημέρας στο 2,25%, με το επιτόκιο δανεισμού να παραμένει στο 2,5% και το επιτόκιο καταθέσεων στο 2,20%. Η στάση σταθερότητας βασίζεται στην εκτίμηση του διοικητικού συμβουλίου ότι η τρέχουσα κατεύθυνση πολιτικής εξισορροπεί αποτελεσματικά τόσο την ανάγκη διατήρησης της σταθερότητας τιμών όσο και τη στήριξη μίας οικονομίας που εξακολουθεί να προσαρμόζεται δομικά. Ο διοικητής της Τράπεζας του Καναδά, Τιφ ΜακΛεμ, δήλωσε ότι οι κίνδυνοι παραμένουν αυξημένοι και πως «Η αβεβαιότητα εξακολουθεί να είναι υψηλή, με την κλίμακα των πιθανών εκβάσεων να είναι ευρύτερη από το συνηθισμένο», υπογραμμίζοντας ότι η έντονη μεταβλητότητα στο εμπόριο και στο τριμηνιαίο ΑΕΠ να δυσχεραίνει την αποτίμηση της πραγματικής δυναμικής της οικονομίας.
Στο διεθνές περιβάλλον, οι μεγάλες οικονομίες εξακολουθούν να επιδεικνύουν ανθεκτικότητα απέναντι στην προστατευτική εμπορική πολιτική των ΗΠΑ αν και η αβεβαιότητα επιμένει. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ανάπτυξη στηρίζεται στην ισχυρή κατανάλωση και στην άνοδο των επενδύσεων στην τεχνητή νοημοσύνη ενώ η πρόσφατη κυβερνητική αναστολή λειτουργιών προκάλεσε διακυμάνσεις στον τριμηνιαίο ρυθμό μεγέθυνσης και καθυστερήσεις στη δημοσίευση βασικών στατιστικών δεδομένων. Οι δασμοί προσθέτουν πιέσεις στον πληθωρισμό, την ώρα που η Ευρωζώνη καταγράφει, ισχυρότερη του αναμενόμενου, ανάπτυξη με αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα του τομέα υπηρεσιών και η Κίνα επιβραδύνεται λόγω υποτονικής εσωτερικής ζήτησης και αδύναμης αγοράς ακινήτων. Οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες, οι τιμές του πετρελαίου και η ισοτιμία του καναδικού δολαρίου παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητες σε σχέση με την Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής του Οκτωβρίου.
Σε εθνικό επίπεδο, το ΑΕΠ του Καναδά αυξήθηκε στο τρίτο τρίμηνο κατά 2,6% σε ετήσιο ρυθμό προβολής βάση, υψηλότερα των προσδοκιών, παρότι η τελική εγχώρια ζήτηση παρέμεινε στάσιμη και η άνοδος αποδόθηκε κυρίως σε έντονη μεταβλητότητα του εμπορίου. Η Τράπεζα εκτιμά ότι η τελική εγχώρια ζήτηση θα ενισχυθεί στο τέταρτο τρίμηνο, όμως η αναμενόμενη μείωση των καθαρών εξαγωγών πιθανότατα θα περιορίσει τον συνολικό ρυθμό ανάπτυξης. Η προοπτική για το 2026 διαμορφώνεται σε ήπια ανάκαμψη αλλά με σημαντικούς κινδύνους, καθώς οι διακυμάνσεις στο εμπόριο ενδέχεται να συνεχιστούν.
Η αγορά εργασίας εμφανίζει βελτίωση, με σταθερή αύξηση της απασχόλησης τους τελευταίους τρεις μήνες και μείωση της ανεργίας στο 6,5% τον Νοέμβριο. Ωστόσο, οι τομείς που επηρεάζονται από το διεθνές εμπόριο παραμένουν αδύναμοι και οι προσδοκίες προσλήψεων σε όλη την οικονομία παραμένουν υποτονικές, στοιχείο που ο ΜακΛέμ χαρακτήρισε ενδεικτικό της «δύσκολης δομικής προσαρμογής» που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε στο 2,2% τον Οκτώβριο, λόγω πτώσης των τιμών της βενζίνης και ηπιότερων αυξήσεων στις τιμές τροφίμων. Ο συνολικός δείκτης τιμών βρίσκεται κοντά στον στόχο του 2% για περισσότερο από ένα χρόνο ενώ οι βασικοί δείκτες παραμένουν στο εύρος του 2,5% έως 3%. Η ΚΤΚ υπολογίζει ότι ο υποκείμενος πληθωρισμός κινείται γύρω στο 2,5%. Βραχυπρόθεσμα αναμένεται μικρή άνοδος του δείκτη λόγω της επίδρασης της περυσινής φορολογικής απαλλαγής GST/HST σε ορισμένα αγαθά και υπηρεσίες αλλά εκτιμά ότι η υφιστάμενη χαλάρωση των οικονομικών συνθηκών θα αντισταθμίσει τις πιέσεις που σχετίζονται με τις ανακατατάξεις στο εμπόριο, διατηρώντας τον πληθωρισμό κοντά στον στόχο.
Στη δημόσια συζήτηση, οικονομολόγοι σημειώνουν ότι η σημερινή απόφαση επιβεβαιώνει την προσδοκία για παρατεταμένη περίοδο σταθερότητας. Ο Άντριου Χένσιτς (Andrew Hencic), ανώτερος οικονομολόγος της TD, εκτίμησε ότι «Η απόφαση ήταν αναμενόμενη και η ισορροπία των κινδύνων συνηγορεί στη διατήρηση των επιτοκίων στους επόμενους μήνες». Αντίστοιχα, ο Μάικλ Ντάβενπορτ (Michael Davenport), ανώτερος οικονομολόγος της Oxford Economics, προβλέπει ότι η Τράπεζα θα διατηρήσει αμετάβλητη πολιτική καθ’ όλη τη διάρκεια του 2026, προτού ξεκινήσει κύκλο αυξήσεων το 2027, κρίνοντας ότι η μελλοντική κατεύθυνση θα εξαρτηθεί κυρίως από την εμπορική πολιτική ΗΠΑ-Καναδά και τη διαπραγμάτευση αναθεώρησης της Συμφωνίας ΗΠΑ-Μεξικού-Καναδά (USMCA).
Στη συνέντευξή του, ο κεντρικός διοικητής επισήμανε ότι η αβεβαιότητα γύρω από τις εμπορικές σχέσεις επιβαρύνει το επενδυτικό κλίμα, με τους κλάδους χάλυβα, αλουμινίου, αυτοκινητοβιομηχανίας και ξυλείας να πλήττονται περισσότερο, αν και χωρίς μέχρι στιγμής γενικευμένες επιπτώσεις στην υπόλοιπη οικονομία. Τόνισε επίσης ότι οι πρόσφατες αναθεωρήσεις στα ιστορικά στοιχεία του ΑΕΠ δείχνουν ισχυρότερη κατανάλωση, επενδύσεις και παραγωγικότητα τα προηγούμενα έτη, στοιχείο που υποδηλώνει ότι «Η οικονομία εισήλθε στο τρέχον έτος πιο υγιής από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί».















