
This is a sponsored article by NIKITA LIMITED
Η Κυπριακή Κοινότητα του Τορόντο τιμά την 1η Οκτωβρίου, την ημέρα που η Κυπριακή Δημοκρατία σήκωσε τη σημαία της ανεξαρτησίας της. Αυτή η ημέρα μας υπενθυμίζει τον αγώνα και τις θυσίες των προγόνων μας, τις προσπάθειες για ελευθερία και αυτοδιάθεση, αλλά και την ελπίδα για ένα ενωμένο, ασφαλές και “ανθισμένο” νησί.
Μέσα από το παρακάτω ιστορικό κείμενο, ταξιδεύουμε πίσω στον χρόνο για να θυμηθούμε τις στιγμές που καθόρισαν την πορεία της Κύπρου και να ενισχύσουμε τον δεσμό μας με την πατρίδα, ακόμα και από μακριά.
Ευχόμαστε στην Κύπρο μας ειρήνη, πρόοδο και ευημερία, σήμερα και πάντα.
Μετά τιμής
Η Πρόεδρος και Δ.Σ. της Κυπριακής Κοινότητας του Τορόντο
Βρετανική κυριαρχία (1878–1960)
Κείμενο: Dr William Mallinson Τίτλος Πρωτοτύπου: Cyprus A Historical Overview (Πρώτη Αγγλική Έκδοση 2008) Επιμέλεια Έκδοσης: Μίλτος Μιλτιάδου, Αγγελική Νικολαΐδου Απόδοση στα ελληνικά: Δανάη Δελή Σχεδιασμός: Άννα Θεοδοσίου
Όπως τόσο συχνά κατά το παρελθόν, οι αντιπαλότητες και οι στρατηγικές φιλοδοξίες των μεγάλων δυνάμεων ήταν αυτές που οδήγησαν την Κύπρο να αλλάξει χέρια για ακόμα μία φορά. Το βασικό κίνητρο της Βρετανίας για να αποκτήσει το νησί το 1878 ήταν η επιθυμία της να αναχαιτίσει τη ρωσική επιρροή στη Μεσόγειο και να προστατέψει το πέρασμά της προς την Ινδία. σύμφωνα με τον διακεκριμένο ιστορικό Α.Τζ.Π. Τέυλορ [A.J.P. Taylor], η Κύπρος αποκτήθηκε για «ορμητήριο (place d’armes) και για να επιτηρεί μία ασταθή Ανατολία». Σε αντίθεση με την οθωμανική κατάκτηση το 1571, η ανάληψη της διοίκησης από τους Βρετανούς ήταν στην ουσία μία ομαλή και παρασκηνιακή επιχείρηση, η οποία εξόργισε ιδιαίτερα τη Γαλλία, που και η ίδια είχε βλέψεις στην Κύπρο. Η Βρετανία, και για την ακρίβεια ο πρωθυπουργός της, Μπέντζαμιν Ντισραέλι, ανησυχούσε για τη ρωσική νίκη επί των Οθωμανών το 1877, η οποία ενίσχυσε τη ρωσική επιρροή στην ανατολική Μεσόγειο, ιδίως με τη δημιουργία μίας μεγάλης ανεξάρτητης και φιλορωσικής Βουλγαρίας.
Έτσι, στο Συνέδριο του Βερολίνου την επόμενη χρονιά, όπου οι Βρετανοί προσπάθησαν να αποδυναμώσουν τη ρωσική επιρροή, υπέγραψαν μία μυστική συμφωνία με τους Οθωμανούς, με την οποία θα εκμίσθωναν την Κύπρο από τους Οθωμανούς, σε αντάλλαγμα της προστασίας των τελευταίων από τη Ρωσία. Αντί να πληρώσει τους Οθωμανούς, ωστόσο, η Βρετανία απλώς διέγραψε μέρος των χρεών της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όταν ο Βρετανός διοικητής Γούλσυ έφτασε στις 22 Ιουλίου 1878 για να αναλάβει την διακυβέρνηση του νησιού, ο Επίσκοπος Κιτίου στην ομιλία υποδοχής του αναφέρθηκε στο ότι οι Βρετανοί είχαν παραχωρήσει τα Ιόνια νησιά στην Ελλάδα (περίπου δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα), θέτοντας έτσι τον στόχο για ένωση με την Ελλάδα.
Η βρετανική διοίκηση παραχώρησε στον τοπικό πληθυσμό μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας απ’ όσο απολάμβανε προηγουμένως, με τη μορφή ενός Νομοθετικού Συμβουλίου αποτελούμενου από ορθόδοξους χριστιανούς, Βρετανούς αξιωματούχους και μουσουλμάνους.
Οι μουσουλμάνοι και οι Βρετανοί αξιωματούχοι εξισορροπούσαν τους ορθόδοξους χριστιανούς, με τη βαρύνουσα ψήφο να ανήκει στον Βρετανό ύπατο αρμοστή. Αυτό ήταν κάποιες φορές εξοργιστικό για το ορθόδοξο τμήμα του πληθυσμού, καθώς οι επιθυμίες τους μπορούσαν να ανατραπούν από μία μειοψηφία του 18% του πληθυσμού, με την υποστήριξη της αποικιακής δύναμης. Το 1914, μετά την είσοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με το μέρος της Γερμανίας, η Βρετανία προσάρτησε την Κύπρο, και κατόπιν την πρόσφερε στην Ελλάδα, υπό τον όρο ότι η τελευταία θα λάβει μέρος στον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Μέχρι να μπει η Ελλάδα στον πόλεμο το 1917 (μετά την επικράτηση των βενιζελικών σε βάρος της κυβέρνησης του Βασιλιά), η προσφορά είχε αποσυρθεί. Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, η νέα Δημοκρατία της Τουρκίας παραχώρησε την Κύπρο στη Βρετανία και παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα σε περιοχές που βρίσκονταν προηγουμένως στην κυριότητά της.
Το 1925, η Βρετανία ανακήρυξε την Κύπρο Αποικία του Στέμματος.
Η μοίρα της Κύπρου μπορεί να αντιπαραβληθεί μ’ εκείνην της Κρήτης, η οποία είχε τεθεί υπό την προστασία των Δυνάμεων το 1897, για να ενσωματωθεί στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Με δεδομένες τις περιπτώσεις των Ιονίων Νήσων και της Κρήτης, δεν προξενεί ιδιαίτερη έκπληξη ότι υπήρξε κίνημα για ένωση με την Ελλάδα, καθώς επίσης και αναβρασμός, ο οποίος κορυφώθηκε το 1931, όταν ένας Τουρκοκύπριος, μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου, συντάχθηκε με τους Ελληνοκύπριους ψηφίζοντας κατά των βρετανικών φορολογικών μέτρων. Όταν το Λονδίνο αγνόησε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, σημειώθηκαν ταραχές, πυρπολήθηκε το Κυβερνείο και ανακλήθηκε το σύνταγμα, χωρίς ποτέ να επανέλθει σε ισχύ.
Το απελευθερωτικό κίνημα
Με δεδομένη τη συντριπτική πληθυσμιακή υπεροχή των Κυπρίων ελληνικής καταγωγής και πολιτισμού, σε συνδυασμό με την ισχύ και πίεση της Εκκλησίας της Κύπρου, ένα κίνημα για απελευθέρωση και ένωση με την Ελλάδα ήταν φυσικό αλλά και αναπόφευκτο να εμφανιστεί, αν και το βρετανικό Υπουργείο Αποικιών επιχείρησε να υποβαθμίσει το ζήτημα.
Κάποιες ενθαρρυντικές δηλώσεις είχαν γίνει ακόμη και από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος είχε πει το 1907 πως ήταν λογικό οι ελληνικής καταγωγής Κύπριοι να θεωρούν την ενσωμάτωσή τους με εκείνο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μητρική τους χώρα ως ένα ιδανικό που πρέπει να διαφυλάσσουν με επιμονή, αφοσίωση και θέρμη.
Η περίπτωση των νησιών του Ιονίου και της Κρήτης λειτουργούσε ως διαρκής υπενθύμιση. Στην περίπτωση της τελευταίας, η μουσουλμανική μειονότητα στάλθηκε στην Τουρκία με διεθνή συμφωνία.
Η συνθήκη της Λωζάνης ωστόσο είχε θέσει τέλος σε ιδέες περί επέκτασης της Ελλάδας. Μετά τις ταραχές του 1931, η αυστηρότερη βρετανική διακυβέρνηση, σε συνδυασμό με τη φιλοβρετανική πολιτική του Έλληνα πρωθυπουργού Βενιζέλου και τη συνθήκη φιλίας με την Τουρκία, οδήγησε το κίνημα της ένωσης να δρα μυστικά, αν και κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν και πάλι να ακούγονται αιτήματα για ένωση. Όταν τα Δωδεκάνησα δόθηκαν στην Ελλάδα το 1947, τα αιτήματα αυτά εντάθηκαν, ενισχυόμενα από την αποχώρηση των Βρετανών από την Παλαιστίνη και την επικείμενη αποχώρησή τους από την Ινδία.
Ακόμη και το Υπουργείο Εξωτερικών στο Λονδίνο, πιο αμφιταλαντευόμενο σχετικά με την Κύπρο από το Υπουργείο Αποικιών, το οποίο ήταν αρμόδιο, απέρριψε την πιθανότητα ένωσης, σε ανώτατο επίπεδο. Κάποιος αξιωματούχος υποστήριξε ότι η ένωση θα ισχυροποιούσε την Ελλάδα στον εμφύλιο πόλεμό της, ενώ κάποιος άλλος ισχυρίστηκε ότι οι κομμουνιστές θα μπορούσαν να έχουν καταλάβει την εξουσία στην Ελλάδα μέχρι τα Χριστούγεννα του 1947, και ότι επομένως η Κύπρος έπρεπε να παραμείνει βρετανική. Αυτός ο τελευταίος τρόπος σκέψης επικράτησε (αν και η κομμουνιστική απειλή είχε μεγαλοποιηθεί), αλλά τα αιτήματα για ένωση γίνονταν όλο και πιο ηχηρά, ενώ και οι ελληνοβρετανικές σχέσεις επιδεινώθηκαν.
Το 1950, η Εκκλησία της Κύπρου διοργάνωσε δημοψήφισμα μεταξύ των ελληνορθόδοξων Κυπρίων για την ένωση, με 96 τοις εκατό να ψηφίζουν υπέρ.
Η ελληνική κυβέρνηση ασχολούνταν με το ζήτημα σε διμερές επίπεδο, με τη Βρετανία, αλλά μετά την άρνηση του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Ήντεν ακόμη και να συζητήσει με την Ελλάδα την αυτοδιάθεση της Κύπρου, η υπόθεση έφτασε σε κρίσιμο σημείο, και η ελληνική κυβέρνηση έφερε το ζήτημα στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Στο μεταξύ, ο χαρισματικός επίσκοπος Κιτίου, ο μελλοντικός πρόεδρος, έγινε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, και ανέλαβε την πολιτική ηγεσία του αντιαποικιακού αγώνα.
Ο συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας, Έλληνας αξιωματικός κυπριακής καταγωγής, ξεκίνησε ανταρτοπόλεμο και τέθηκε επικεφαλής του με την ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) την 1η Απριλίου 1955, για να φύγουν οι Βρετανοί και να επιτευχθεί η ένωση.
Για να περιπλακεί περαιτέρω η υπόθεση, η Βρετανία βρισκόταν στη διαδικασία μεταφοράς των επιχειρήσεων ηλεκτρονικής παρακολούθησης της Μέσης Ανατολής από το Σουέζ στην Κύπρο.
Η αντίδραση της Βρετανίας στον απελευθερωτικό αγώνα ήταν να συνεργαστεί μυστικά με τους Τουρκοκύπριους και την τουρκική κυβέρνηση, βοηθώντας την τελευταία να τελειοποιήσει την προπαγάνδα της. Καθώς ο αγώνας εντεινόταν, η Βρετανία αποφάσισε ότι ένας καλός τρόπος για να μείνει το θέμα εκτός Ηνωμένων Εθνών ήταν να συγκληθεί τριμερής διάσκεψη (Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας) όπου θα συζητούνταν «πολιτικά και αμυντικά ζητήματα, αφορώντα την ανατολική Μεσόγειο, περιλαμβανομένου και εκείνου της Κύπρου».
Η περιγραφή αυτή ήταν μάλλον μη κυριολεκτική, καθώς η διάσκεψη ήταν ουσιαστικά για την Κύπρο. ήταν όμως ένας τρόπος να εμπλακεί και πάλι η Τουρκία στην Κύπρο, σε αντίθεση με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Η Τουρκία αποδέχθηκε με προθυμία την πρόσκληση στη διάσκεψη, ενώ η Ελλάδα δικαιολογημένα αμφιταλαντεύτηκε, αποδεχόμενη μόλις στις 5 Ιουλίου, τρεις μέρες μετά την αποδοχή της Τουρκίας, προφανώς με την πεποίθηση ότι η Τουρκία θα προσκαλούνταν απλώς με την ιδιότητα του παρατηρητή.
Η παρασκηνιακή πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική από αυτό που είχε παρουσιαστεί. Πρώτον, το κίνητρο της Βρετανίας ήταν να διχάσει τους Έλληνες και τους Τούρκους, και δεύτερον, να εξασφαλίσει μ’ αυτόν τον τρόπο την αποτυχία της διάσκεψης, ώστε να παραμείνει η εξουσία στα χέρια της Βρετανίας.
Τα συνεπακόλουθα
Η διάσκεψη κατέρρευσε σύντομα, όπως περίμενε η βρετανική κυβέρνηση, ενώ στην Τουρκία ξέσπασαν κάποιες καλά συντονισμένες ταραχές εναντίον της εκεί ελληνικής μειονότητας, μετά από μία μυστηριώδη έκρηξη βόμβας στο τουρκικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη.
Ούτε η αστυνομία ούτε ο στρατός δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια να προστατεύσουν τις περιουσίες και να αποτρέψουν τις λεηλασίες.
Το γεγονός αυτό σηματοδότησε το τέλος των ψυχρών αλλά πάντως αρκετά ομαλών ελληνοτουρκικών σχέσεων που υπήρχαν από το 1930, και την αφετηρία της εξόδου τόσο Ελλήνων πολιτών από την Τουρκία όσο και Τούρκων πολιτών ελληνικής καταγωγής από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο, φυγής που επρόκειτο να επιταχυνθεί δραματικά εννιά χρόνια αργότερα, όπως θα δούμε παρακάτω.
Καθώς συνεχιζόταν ο αντιαποικιακός αγώνας για την απελευθέρωση της Κύπρου, η Βρετανία συνεργαζόταν μυστικά με τις τουρκικές αρχές, ενθαρρύνοντάς τες να απαιτήσουν διχοτόμηση. Η Τουρκία δημιούργησε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 την παραστρατιωτική Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης (Turkish Defense Organization - TMT) για να ελέγξει την τουρκοκυπριακή κοινότητα και την ηγεσία της, και για να προωθήσει την διχοτομική πολιτική της στο νησί.
Η ΤΜΤ υποκίνησε ταραχές εναντίον Ελληνοκυπρίων κατά τη διάρκεια του αντιαποικιακού αγώνα και μετά την ανεξαρτησία. Ήταν επίσης υπεύθυνη για δολοφονίες μετριοπαθών Τουρκοκυπρίων που ήταν αντίθετοι με τους διχοτομικούς της σχεδιασμούς.
Οι Βρετανοί συζήτησαν διάφορες προτάσεις με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, με το «Σχέδιο Μακμίλλαν» να είναι από τις πλέον γνωστές.
Το σχέδιο αυτό θα οδηγούσε στη διαίρεση του νησιού ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους για εφτά χρόνια, που θα ακολουθείτο από συγκυριαρχία της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Μόνο η Τουρκία αποδέχθηκε το σχέδιο, κάτι που επέτρεψε στη Βρετανία να συνεχίσει την πίεση: η Βρετανία είχε ήδη εξορίσει, στις 9 Μαρτίου 1956, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τρεις στενούς συνεργάτες του στις Σεϋχέλλες.
Η απελευθέρωσή του ήρθε μετά από αμερικανικές πιέσεις έναν χρόνο αργότερα, χωρίς όμως να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Κύπρο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ανησυχώντας για την ένταση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, συμμαχικές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, ενέτειναν την πίεσή τους στη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία ώστε να βρεθεί κάποια λύση στο αδιέξοδο. Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας, Κωνσταντίνος Καραμανλής και Αντνάν Μεντερές, συναντήθηκαν στη Ζυρίχη τον Φεβρουάριο του 1959.
Ανεξαρτησία Η Κυπριακή Δημοκρατία (1960)
Οι πλευρές συμφώνησαν σε ένα προσχέδιο για την ανεξαρτησία της Κύπρου με Ελληνοκύπριο πρόεδρο και Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο.
Στις 19 Φεβρουαρίου, στο Λονδίνο, η ελληνική, η τουρκική και η βρετανική κυβέρνηση συνήλθαν για να οριστικοποιήσουν τις ρυθμίσεις.
Αυτές οι συμφωνίες με τις οποίες τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία περιλάμβαναν ένα σύνταγμα και τρεις συνθήκες: τη Συνθήκη Εγγυήσεως, τη Συνθήκη Συμμαχίας και τη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως.
Αυτήν τη φορά, επετράπη στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να παρευρεθεί, ο οποίος στη συνέχεια εργάστηκε σκληρά για να περικοπεί η έκταση των περιοχών που απαιτούσε η Βρετανία από 160 σε 99 τετραγωνικά μίλια, σχεδόν το τρία τοις εκατό του νησιού, τις οποίες η Βρετανία διατηρεί μέχρι και σήμερα.
Μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, η Βρετανία εξασφάλισε ακόμη τη διατήρηση δικαιωμάτων πρόσβασης και χρήσης σε ορισμένες μικρότερες τοποθεσίες στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, δικαιώματα υπερπτήσεων και διάφορα δικαιώματα διέλευσης.
Οι μάλλον μοναδικές αυτές ρυθμίσεις έτειναν να μειώσουν την ιδέα της πλήρους κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, με την έννοια ότι οι τρεις συνθήκες σαφώς συνδέονταν με μία συνεχιζόμενη βρετανική παρουσία, και θεωρήθηκαν ως ένα ενιαίο διασυνδεόμενο πακέτο από τη βρετανική κυβέρνηση.
Η Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως εδραίωνε το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περισσότερο από το μισό του κειμένου αφιερώθηκε στις Περιοχές Κυρίαρχων Βάσεων (SBAs) και σε θέματα σχετικά με αυτές. Το υπόλοιπο αφορούσε οικονομικά ζητήματα και θέματα εθνικότητας που ανέκυπταν από τον τερματισμό της αποικιακής διοίκησης.
Η Συνθήκη Συμμαχίας έθετε το πλαίσιο για συνεργασία μεταξύ της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Κύπρου, την εκπαίδευση ενός κυπριακού στρατού και τη στάθμευση 950 Ελλαδιτών και 650 Τούρκων στρατιωτών στο νησί, σε αναλογία 60:40, που δεν αντιπροσώπευε την αναλογία του 82:18 Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η Συνθήκη Εγγυήσεως απαγόρευε την ένωση με οποιαδήποτε χώρα, καθώς και τη διχοτόμηση, και καθιστούσε τη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία από κοινού υπεύθυνες για την ανεξαρτησία, κυριαρχία και ασφάλεια της Κύπρου.
Το τελικό σύνολο παραχωρούσε στους Τουρκοκύπριους μεγαλύτερη επιρροή (για παράδειγμα, 30 τοις εκατό των θέσεων στη δημόσια υπηρεσία) απ’ όσο αναλογούσε στον αριθμό τους. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι Τουρκοκύπριοι θα διέθεταν δικαίωμα αρνησικυρίας σε θέματα εξωτερικών σχέσεων, άμυνας, ασφάλειας και επιβολής φορολογίας.
Η πολυπλοκότητα της συνολικής μετα-αποικιακής ρύθμισης αντανακλούσε ένα φάσμα εξωτερικών συμφερόντων που μείωναν την ιδέα ενός ενιαίου κράτους βασισμένου στην ισότητα των δικαιωμάτων.
Πρώτον, υπήρχε το αγγλοαμερικανικό ενδιαφέρον να διατηρηθούν οι βάσεις για στρατιωτικούς σκοπούς (ακόμη και προτού την πανωλεθρία του Σουέζ του 1956, η Βρετανία είχε αρχίσει να μεταφέρει τις επιχειρήσεις ηλεκτρονικής παρακολούθησης της Μέσης Ανατολής στην Κύπρο).
δεύτερη ήταν η ανάγκη να παραμείνει η Κύπρος στη σφαίρα του ΝΑΤΟ (ακόμη και χωρίς να είναι μέλος). τρίτη ήταν η συνακόλουθη ανάγκη να αντιμετωπιστεί η σοβιετική επιρροή στην ανατολική Μεσόγειο, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με τη Ρωσία από το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα. και τέταρτο ήταν το ενδιαφέρον της Ελλάδας και της Τουρκίας να διατηρήσουν την επιρροή τους.
Παρ’ όλο που τελικά υπέγραψαν τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν είχαν σοβαρό ρόλο στη σύνταξή τους.
Ουσιαστικά, τόσο οι συμφωνίες όσο και το σύνταγμα επιβλήθηκαν στον λαό της Κύπρου, χωρίς ποτέ να του δοθεί η ευκαιρία να τα κρίνει με την ψήφο του.
Αν και επιφανειακά αυτό το μάλλον περίπλοκο στο σύνολό του και μοναδικό νομικό πακέτο σχεδιάστηκε για να λειτουργήσει σωστά, ακόμη και οι Βρετανοί αναγνώρισαν ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως βρισκόταν σε αντίθεση με το Άρθρο 2.4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ και παραμεριζόταν πλήρως από το Άρθρο 103.
Δεν επρόκειτο να περάσει πολύς καιρός μέχρι να κάνει την εμφάνισή της η πραγματικότητα, και ο πύργος από τραπουλόχαρτα κατέρρευσε.