CLICK TO VIEW THE WHOLE PUBLICATION ONLINEΤο ερώτημα αν το Οντάριο οδεύει προς μία οικονομική ύφεση δεν είναι θεωρητικό αλλά ενδεχομένως στηρίζεται σε απτά στοιχεία επί της αναπτυξιακής επιβράδυνσης, της αυξανόμενης αβεβαιότητας και την πίεση που ασκείται από τους αμερικανικούς δασμούς. Ταυτόχρονα, οι οικονομικές προβλέψεις εξακολουθούν να μιλούν για θετικούς, έστω οριακούς, ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα δύο χρόνια.
Τι είναι ύφεση με τα μάτια της οικονομικής θεωρίας
Ως ύφεση, κατά τα πανεπιστημιακά συγγράμματα μακροοικονομίας, ορίζεται η περίοδος κατά την οποία η συνολική οικονομική δραστηριότητα υποχωρεί αισθητά, με μείωση του πραγματικού ΑΕΠ, πτώση των εισοδημάτων και αύξηση της ανεργίας. Συγγραφείς όπως ο Μάνκιου και ο Σάμιουελσον περιγράφουν την ύφεση ως τη σημαντική πτώση της παραγωγής, του εισοδήματος και της απασχόλησης που διαρκεί συνήθως από έξι μήνες έως ένα έτος και συνοδεύεται από συρρίκνωση σε πολλούς κλάδους της οικονομίας
Στον δημόσιο διάλογο έχει επικρατήσει ένας απλοποιημένος εμπειρικός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο ύφεση θεωρείται η συνεχόμενη μείωση του πραγματικού ΑΕΠ για δύο διαδοχικά τρίμηνα Αυτός ο ορισμός μπορεί να είναι χρήσιμος ως ο κανόνας του αντίχειρα, ωστόσο, η σύγχρονη οικονομική επιστήμη και οι θεσμοί που χρονολογούν τους οικονομικούς κύκλους υιοθετούν μία πιο σύνθετη προσέγγιση.
Ενδεικτική είναι η προσέγγιση του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών των ΗΠΑ (National Bureau of Economic Research, NBER), το οποίο, δίνοντας έμφαση σε τρία κεντρικά κριτήρια -το βάθος, τη διάχυση και τη διάρκεια της επιβράδυνσης- ορίζει την ύφεση ως τη σημαντική υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, διαχυμένη σε ολόκληρη την οικονομία και με διάρκεια μεγαλύτερη από μερικούς μήνες, η οποία αποτυπώνεται συνήθως στην πορεία του πραγματικού ΑΕΠ, του πραγματικού εισοδήματος, της απασχόλησης, της βιομηχανικής παραγωγής και των λιανικών πωλήσεων.
Πού βρίσκεται σήμερα το Οντάριο
Με αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η οικονομία του Οντάριο πλησιάζει, ή έχει ήδη εισέλθει, σε μία τέτοια φάση. Τα πρόσφατα στοιχεία των Οικονομικών Λογαριασμών του Οντάριο (Ontario Economic Accounts) δείχνουν ότι στο δεύτερο τρίμηνο του 2025 το πραγματικό ΑΕΠ της επαρχίας υποχώρησε κατά 0,3%. Η υπηρεσία σημειώνει ότι η παραγωγή στον τομέα των υπηρεσιών αυξήθηκε οριακά, κατά 0,1%, ενώ ο τομέας των αγαθών μειώθηκε κατά 1,4%, με τη μεταποίηση να καταγράφει πτώση 1,9% μέσα σε ένα μόνο τρίμηνο
Την ίδια στιγμή, το Οικονομικό Παρατηρητήριο του Οντάριο (Ontario Economic Monitor) του Γραφείου Δημοσιονομικής Λογοδοσίας του Οντάριο (Financial Accountability Office of Ontario, FAO) καταγράφει ότι στο πρώτο τρίμηνο του 2025 η οικονομική δραστηριότητα συνέχισε να αυξάνεται, με τους περισσότερους δείκτες να είναι θετικοί, κάτι που υποδηλώνει ότι η επιβράδυνση είναι υπαρκτή αλλά δεν συνιστά γενικευμένη ύφεση. Η ίδια έκθεση σημειώνει ότι τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου ήταν μάλιστα ελαφρώς καλύτερα από τις αρχικές προβλέψεις, δημιουργώντας μικρές ανοδικές εκπλήξεις στην αποτίμηση του FAO.
Σε ετήσια βάση, το Οντάριο εμφάνισε το 2024 αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της τάξης του 1,4-1,5% τοις εκατό, σύμφωνα τόσο με το υπουργείο Οικονομικών του Οντάριο (Ontario Ministry of Finance) όσο και με την Έκθεση Οικονομικών Προοπτικών και Δημοσιονομικής Αναθεώρησης 2025 (Ontario Economic Outlook and Fiscal Review). Η ίδια κυβερνητική τεκμηρίωση προβλέπει για το 2025 σημαντική επιβράδυνση, με αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ μόλις 0,8%, και για το 2026 ελαφρά βελτίωση στο 0,9%, πριν επιστρέψει σε ρυθμούς κοντά στο 2% το 2027 και το 2028.
Το Γραφείο Δημοσιονομικής Λογοδοσίας σε δική του ανάλυση αποδέχεται την κατεύθυνση αυτών των προβλέψεων, εκτιμώντας ότι, με βάση το σενάριο των δασμών, η πραγματική ανάπτυξη θα περιοριστεί γύρω στο 0,9% το 2025 και στο 1% το 2026, με την οικονομία να επανέρχεται προς τον μακροχρόνιο μέσο ρυθμό του 1,9% στο τέλος της δεκαετίας.
Βλέποντας αυτά τα στοιχεία με τον τεχνικό κανόνα των δύο αρνητικών τριμήνων, η απάντηση είναι ότι το Οντάριο δεν βρίσκεται ακόμη σε ύφεση. Υπάρχει ένα αρνητικό οικονομικό τρίμηνο, το δεύτερο του 2025, το οποίο όμως ακολουθεί το με θετικό πρόσημο πρώτο τρίμηνο και εντάσσεται σε ένα ετήσιο μοτίβο πολύ χαμηλής αλλά θετικής ανάπτυξης.
Ο ρόλος των δασμών και της αβεβαιότητας
Το γεγονός ότι προς το παρόν αποφεύγεται η τυπική ύφεση δεν σημαίνει ότι η οικονομία βρίσκεται σε ασφαλές έδαφος. Η ίδια η κυβέρνηση του Οντάριο αναγνωρίζει στον προϋπολογισμό του φθινοπώρου ότι η επαρχία επηρεάζεται αρνητικά από την εμπορική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και τις νέες δασμολογικές επιβαρύνσεις. Σημειώνεται ότι οι εντάσεις στο εμπόριο και οι δασμοί έχουν οδηγήσει σε μεγαλύτερη αβεβαιότητα και σε ασθενέστερες παγκόσμιες προοπτικές, με αποτέλεσμα η ανάπτυξη του Οντάριο να επιβραδύνεται από 1,4% το 2024 σε 0,8% το 2025.
Το ίδιο συμπέρασμα ενισχύουν και ανεξάρτητες αναλύσεις. Το Γραφείο Δημοσιονομικής Λογοδοσίας εκτιμά ότι οι αμερικανικοί δασμοί θα μειώσουν τα έσοδα της επαρχίας κατά συνολικά 11,1 δισεκατομμύρια δολάρια στην περίοδο 2025–2030, ακριβώς επειδή περιορίζουν την πραγματική μεγέθυνση και τη φορολογική βάση Η επαρχιακή κυβέρνηση, σύμφωνα με την ανάλυση του Οργανισμού Χρηματοδότησης του Οντάριο (Ontario Financing Authority) και των οικονομικών αναλύσεων, έχει αναγκαστεί να αυξήσει σημαντικά τις δαπάνες στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων, γεγονός που διευρύνει το δημοσιονομικό έλλειμμα, την ίδια ώρα που η ανάπτυξη επιβραδύνεται στο 0,8% το 2025 από 1,4% ή 1,5% το 2024.
Σε επίπεδο Καναδά, οικονομολόγοι που παρακολουθούν τις διεθνείς εμπορικές συγκρούσεις επισημαίνουν ότι οι εκτεταμένοι δασμοί του Αμερικανού προέδρου απειλούν να ανατρέψουν την ανάκαμψη της καναδικής οικονομίας, να αυξήσουν τις τιμές καταναλωτή και να ενισχύσουν τον κίνδυνο μίας ήπιας ύφεσης. Οικονομικές αναλύσεις αναφέρουν ότι μία παρατεταμένη εμπορική σύγκρουση θα μπορούσε να κοστίσει έως και δύο χρόνια ανάπτυξης πλήττοντας ιδιαίτερα τον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας που αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της οικονομίας του Οντάριο.
Μια οικονομία αδύναμη που μπαίνει στην καταιγίδα
Πέρα από τα βραχυχρόνια στοιχεία, ένα τμήμα της ακαδημαϊκής και της δημόσιας οικονομικής πολιτικής βιβλιογραφίας υπογραμμίζει ότι το Οντάριο εισέρχεται σε αυτή την περίοδο έντονης αβεβαιότητας με ήδη αποδυναμωμένα θεμελιώδη μεγέθη. Η μελέτη του Fraser Institute με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η οικονομία του Οντάριο είναι διαλυμένη» καταγράφει ότι την περίοδο 2000-2023 το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο Οντάριο αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό μόλις 0,55%, έναντι 0,91% στο υπόλοιπο της χώρας. Στην ίδια ανάλυση σημειώνεται ότι το 2000 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των κατοίκων του Οντάριο ήταν περίπου 5% υψηλότερο από τον μέσο όρο των άλλων επαρχιών ενώ έως το 2023 είχε υποχωρήσει σε επίπεδο 3,2% χαμηλότερα, γεγονός που αποτυπώνει δύο δεκαετίες σχετικής υστέρησης και ασθενούς ανόδου του βιοτικού επιπέδου.
Η ίδια μελέτη επισημαίνει ότι η κατάρρευση του ρυθμού αύξησης των επενδύσεων ανά εργαζόμενο μετά το 2000, σε συνδυασμό με τη διαχρονικά υποτονική άνοδο της παραγωγικότητας, καθιστούν την επαρχία ιδιαίτερα εκτεθειμένη σε εξωγενής κλυδωνισμούς, όπως οι εμπορικοί πόλεμοι ή η άνοδος των επιτοκίων. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και αν δεν πληρούνται τα τυπικά κριτήρια για την κήρυξη ύφεσης, η οικονομία βιώνει μία παρατεταμένη φάση στασιμότητας με κλυδωνισμούς, όπου η πραγματική πρόκληση είναι η χαμηλή τάση μεγέθυνσης και όχι μόνο οι βραχυχρόνιες διακυμάνσεις.
Τελικά, ύφεση στο Οντάριο ή όχι
Εάν υιοθετήσει κανείς τον απλό κανόνα των δύο συνεχόμενων αρνητικών τριμήνων πραγματικού ΑΕΠ, η απάντηση είναι ότι το Οντάριο αυτή τη στιγμή δεν βρίσκεται σε ύφεση. Υπάρχει ένα αρνητικό τρίμηνο με πτώση 0,3 τοις εκατό του πραγματικού ΑΕΠ, αλλά συνολικά η χρονιά προδιαγράφεται να κλείσει με ένα μικρό αλλά θετικό πρόσημο ανάπτυξης γύρω στο 0,8-0,9%, σύμφωνα με τις προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών και του Γραφείου Δημοσιονομικής Λογοδοσίας
Αν υιοθετήσουμε όμως τον πιο σύνθετο ορισμό που προκύπτει από τα πανεπιστημιακά συγγράμματα και τη μεθοδολογία του NBER, δηλαδή την έννοια μιας σημαντικής, διαχυμένης και σχετικά παρατεταμένης πτώσης σε παραγωγή, εισόδημα και απασχόληση, τότε το Οντάριο μάλλον βρίσκεται στην γκρίζα ενδιάμεση ζώνη αφού η παραγωγή επιβραδύνεται αισθητά, η μεταποίηση δέχεται ισχυρό πλήγμα, η εμπορική αβεβαιότητα υπονομεύει τις επενδύσεις και οι μακροπρόθεσμοι δείκτες δείχνουν μια οικονομία που ήδη επί δύο δεκαετίες δεν καταφέρνει να ακολουθήσει τον υπόλοιπο Καναδά.















