CLICK TO VIEW THE WHOLE PUBLICATION ONLINEΗ Σύνοδος Κορυφής της Ομάδας των Είκοσι (Group of Twenty - G20) στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής ολοκληρώθηκε με μία θεσμικά ισχυρή διακήρυξη υπέρ της πολυμέρειας αλλά και με εμφανή το ρήγμα που προκαλεί η απουσία των Ηνωμένων Πολιτειών και η μονομερής αμερικανική διπλωματία.
Την ίδια στιγμή, η σύνοδος που για πρώτη φορά φιλοξενήθηκε σε αφρικανικό έδαφος, ανέδειξε τόσο τις φιλοδοξίες του Παγκόσμιου Νότου όσο και τα όρια ενός συστήματος που δυσκολεύεται να διαχειριστεί πολέμους, ανισότητες και ανταγωνισμούς μεγάλων δυνάμεων.
Η G20, που δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 για να συνδέσει τις ανεπτυγμένες οικονομίες με τις αναδυόμενες χώρες και από το 2008 συνεδριάζει σε επίπεδο ηγετών, βρέθηκε φέτος σε ιστορικό σταυροδρόμι στη Νότια Αφρική. Είναι η πρώτη φορά που η σύνοδος διεξάγεται στην αφρικανική ήπειρο και ταυτόχρονα η πρώτη φορά που η επόμενη προεδρεύουσα χώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, απουσιάζουν πλήρως από τις εργασίες καθώς η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου επέλεξε να μποϊκοτάρει τη σύνοδο.
Η απόφαση της Ουάσιγκτον συνδέθηκε ανοικτά με την κατηγορία ότι η Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής (Republic of South Africa) δήθεν διώκει τη λευκή μειονότητα και ειδικά τους Αφρικάνερ, με τον Τραμπ να υιοθετεί ρητορική περί «λευκής γενοκτονίας» που έχει κατ’ επανάληψη αποδομηθεί από ανεξάρτητες έρευνες και διεθνή μέσα ενημέρωσης. Η κυβέρνηση του προέδρου Σίριλ Ραμαφόζα απάντησε ότι οι ισχυρισμοί δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, υπογραμμίζοντας πως η εγκληματικότητα πλήττει όλα τα κοινωνικά στρώματα και ότι η χώρα επιχειρεί να αξιοποιήσει τη G20 ως πλατφόρμα ανάδειξης των προτεραιοτήτων του Παγκόσμιου Νότου.
Το μποϊκοτάζ κορυφώθηκε σε ένα ιδιότυπο θεσμικό επεισόδιο κατά την τελετή λήξης. Η παράδοση της προεδρίας της G20 γίνεται τυπικά με την παράδοση μιας ξύλινης σφύρας στην επόμενη χώρα που αναλαμβάνει την προεδρία. Φέτος όμως, κανένας Αμερικανός αξιωματούχος δεν ήταν παρών στο Γιοχάνεσμπουργκ, καθώς η Ουάσιγκτον δεν έστειλε ούτε έναν υπουργό ή έναν υψηλόβαθμο διπλωμάτη. Αργότερα, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, οι ΗΠΑ προσπάθησαν να εξασφαλίσουν ξεχωριστή τελετή παράδοσης μέσω υπηρεσιακού πρέσβη, κάτι που η νοτιοαφρικανική προεδρία θεώρησε εκτός πρωτοκόλλου, με τον Ραμαφόζα να κλείνει τη σύνοδο χωρίς τη συμβολική χειραψία με Αμερικανό εκπρόσωπο.
Σε αυτό το φορτισμένο κλίμα, η υιοθέτηση της διακήρυξης της G20 στην αρχή και όχι στο τέλος της συνόδου λειτούργησε ως αντίρροπο σήμα θεσμικής ανθεκτικότητας. Το κείμενο, 122 σημείων, εστίασε στη στήριξη των φτωχότερων χωρών σε κλιματικές καταστροφές, σε ανακούφιση χρέους, σε επενδύσεις σε πράσινη ενέργεια και σε πρόσβαση σε κρίσιμα ορυκτά, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην Αφρική. Η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής παρουσίασε την έγκαιρη υιοθέτηση του κειμένου ως ιστορική επιτυχία για την πρώτη σύνοδο σε αφρικανικό έδαφος, επιμένοντας ότι η πολυμέρεια δεν μπορεί να «Κρατείται όμηρος» από τις αντιρρήσεις μίας μόνο χώρας.
Ωστόσο, οι εγγενείς περιορισμοί του κειμένου καθίστανται απολύτως ορατοί όταν εξετασθεί υπό το πρίσμα μιας αυστηρότερης, ουσιαστικής ανάλυσης, καθώς η διακήρυξη δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένους και δεσμευτικούς μηχανισμούς εφαρμογής, ούτε μεταβάλλει το υφιστάμενο πλαίσιο χρηματοδότησης της πράσινης μετάβασης και της διαχείρισης του χρέους του Παγκόσμιου Νότου αλλά, εν πολλοίς, κωδικοποιεί μία πολιτική βούληση χωρίς άμεσο κανονιστικό αντίκρισμα.
Σε πολιτικό επίπεδο, η συζήτηση για το μέλλον της G20 έλαβε έναν σχεδόν υπαρξιακό χαρακτήρα.
Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, προειδοποίησε ότι η ομάδα κινδυνεύει να φτάσει «στο τέλος ενός κύκλου», ενώ ο πρόεδρος της Φινλανδίας, Αλεξάντερ Σταμπ, εξέφρασε την ανησυχία του ότι το διεθνές σύστημα μετατρέπεται σε άθροισμα αποσπασματικών συμφωνιών που είναι πιο επιρρεπείς στη σύγκρουση και λιγότερο σε θεσμικούς κανόνες.
Ο πρωθυπουργός του Καναδά, Μαρκ Κάρνεϊ, από την πλευρά του, μίλησε για «ρήξη και όχι μετάβαση» στην παγκόσμια τάξη, διατυπώνοντας την άποψη ότι η συγκέντρωση κεφαλαίου και ισχύος των προηγούμενων δεκαετιών δίνει σταδιακά τη θέση της σε μία διάχυση ενέργειας και επιρροής, όπου οι μεσαίες δυνάμεις μπορούν να αποκτήσουν νέους ρόλους σε εύκαμπτες πολυμερείς διαμορφώσεις.
Παράλληλα, η σύγκρουση στην Ουκρανία λειτούργησε ως κεντρικός δοκιμαστικός σωλήνας για το κατά πόσον η πολυμερής τάξη διατηρεί ικανότητα συλλογικής διαχείρισης κρίσεων.
Στο περιθώριο της συνόδου, οι ευρωπαϊκοί και ορισμένοι σύμμαχοι σχημάτισαν ένα άτυπο μέτωπο γύρω από το αμερικανικό ειρηνευτικό σχέδιο για την Ουκρανία, ένα σχέδιο 28 σημείων που, σύμφωνα με δημοσιεύματα προβλέπει παραχώρηση τμημάτων της περιοχής Ντονμπάς και της Κριμαίας, περιορισμό των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων και εγκατάλειψη της προοπτικής ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες της Ομάδας των Επτά (G7) και ορισμένες ακόμη χώρες, ανάμεσά τους ο Καναδάς και η Ιαπωνία, υιοθέτησαν κοινή δήλωση στην οποία χαρακτηρίζουν το αμερικανικό σχέδιο «Βάση που απαιτεί πρόσθετη δουλειά» και ξεκαθαρίζουν την αρχή ότι τα σύνορα δεν μπορούν να αλλάζουν διά της βίας, εκφράζοντας ταυτόχρονα την ανησυχία για τους προτεινόμενους περιορισμούς στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις.
Από την πλευρά του ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκιι, επέμεινε ότι οποιαδήποτε ειρήνη πρέπει να εδράζεται στη δικαιοσύνη και την ασφάλεια και ότι η Ουκρανία δεν μπορεί να εξαναγκαστεί σε αποδοχή σχεδίου που συνιστά de facto αποδοχή ρωσικής κατοχής. Μία αρχή, βέβαια, που έρχεται σε ρήξη με την αρχή του πολιτικού ρεαλισμού που διατυπώνει ότι ό,τι κερδίζεται με πόλεμο ανακτάται με πόλεμο.
Η εικόνα που διαμορφώνεται παραπέμπει σε μία πολυμέρεια των συνασπισμών όπου ορισμένα κράτη επιχειρούν να δράσουν συλλογικά γύρω από συγκεκριμένες κρίσεις χωρίς να αναμένουν κατ’ ανάγκη την έγκριση της Ουάσιγκτον.
Η κοινή δήλωση για την Ουκρανία, οι παράλληλες συναντήσεις σε ευρωπαϊκό πλαίσιο και η επίμονη επανάληψη των αρχών της εδαφικής ακεραιότητας και της μη αλλαγής συνόρων με τη βία λειτουργούν ως αντίβαρο σε ένα σχέδιο που πολλοί στη Δύση θεωρούν υπερβολικά κοντά στις ρωσικές θέσεις.
Σε δεύτερο επίπεδο, η σύνοδος λειτούργησε ως σκηνικό για τη νέα στρατηγική κρατών μεσαίας ισχύος που προσπαθούν να μετατρέψουν την αμερικανική αποστασιοποίηση σε ευκαιρία.
Ο Καναδάς έφτασε στο Γιοχάνεσμπουργκ με σαφή ατζέντα επιδιώκοντας να παρουσιαστεί ως προβλέψιμος, θεσμικός παράγοντας σε μια στιγμή που η υπερδύναμη εμφανίζεται ολοένα πιο απρόβλεπτη.
Ο Κάρνεϊ είχε ήδη προηγουμένως επισκεφθεί τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπου υπέγραψε επενδυτική συμφωνία και εγκαινίασε διαπραγματεύσεις για μία ευρύτερη εμπορική συμφωνία ενώ την ίδια στιγμή καναδικά και διεθνή μέσα μετέδωσαν ότι το πλαίσιο που συμφωνήθηκε με τα ΗΑΕ μπορεί να φτάσει έως τα εβδομήντα δισεκατομμύρια δολάρια Καναδά σε επενδύσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στην ενέργεια και τα κρίσιμα ορυκτά.
Στο ίδιο πνεύμα, ο Καναδός πρωθυπουργός συναντήθηκε στο περιθώριο της G20 με τον πρωθυπουργό της Ινδίας, Ναρέντρα Μόντι, και συμφώνησαν στην επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων για μια συνολική Συμφωνία Οικονομικής Εταιρικής Σχέσης με στόχο τον διπλασιασμό των διμερών εμπορικών ροών έως το 2030. Οι συναντήσεις του Κάρνεϊ με τον Μακρόν και τον καγκελάριο της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, εστίασαν τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Γάζα, επιβεβαιώνοντας ότι η Οττάβα επιχειρεί να αγκυρώσει την εξωτερική της πολιτική σε στενό συντονισμό με τους Ευρωπαίους εταίρους σε ζητήματα ασφάλειας και νέας βιομηχανικής πολιτικής.
Στο εσωτερικό της Αφρικής, η Νότια Αφρική εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία για να προωθήσει μια ατζέντα που συνδέει την κλιματική δικαιοσύνη με τη βιομηχανική πολιτική. Η συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τα κρίσιμα ορυκτά, η οποία προβλέπει ενίσχυση της επεξεργασίας πρώτων υλών εντός Νότιας Αφρικής, παρουσιάστηκε ως εμβληματική κίνηση που επιχειρεί να ανατρέψει το παλαιό μοντέλο όπου η ήπειρος περιοριζόταν στον ρόλο του εξαγωγέα ανεπεξέργαστων πόρων. Η εισδοχή της Αφρικανικής Ένωσης ως πλήρους μέλους της G20, απόφαση που είχε ληφθεί το 2024, προσέδωσε επιπλέον συμβολικό βάρος στη φετινή σύνοδο, επιτρέποντας στην ήπειρο να εμφανιστεί όχι μόνο ως αντικείμενο πολιτικών αλληλεγγύης αλλά και ως θεσμικό υποκείμενο.
Παρά τις ισχυρές αυτές κινήσεις, η γενική εικόνα που προκύπτει είναι ότι η G20 αντανακλά πλέον μια κατακερματισμένη πολυμέρεια.
Από τη μία πλευρά, η συντονισμένη στάση των Ευρωπαίων και άλλων συμμάχων για το ουκρανικό, η διακήρυξη υπέρ του Παγκόσμιου Νότου και οι διμερείς οικονομικές πρωτοβουλίες του Καναδά συνθέτουν ένα πλέγμα νέων συνεργασιών.
Από την άλλη, η πλήρης απουσία των ΗΠΑ, οι διαφοροποιήσεις χωρών όπως η Αργεντινή και η μη παρουσία ηγετών από τη Ρωσία και την Κίνα υπογραμμίζουν ότι η G20 δεν αποτελεί πλέον ένα ενιαίο κέντρο βάρους αλλά ένα φόρουμ όπου επικαλύπτονται επιμέρους μπλοκ και ανταγωνιστικές στρατηγικές.
Σε αυτό το μεταβαλλόμενο σκηνικό, η σύνοδος του Γιοχάνεσμπουργκ μπορεί να διαβαστεί ως μια στιγμή διπλής αλήθειας, όπου η πολυμέρεια ταυτόχρονα επιβεβαιώνεται ως αναγκαίο εργαλείο διαχείρισης μιας επικίνδυνα ασταθούς παγκόσμιας οικονομίας και αποκαλύπτεται ως πεδίο σκληρής αντιπαράθεσης γύρω από το ποιος θα θέτει τους όρους αυτής της διαχείρισης.















