Share
Visit Us
email us
CLICK TO VIEW THE WHOLE PUBLICATION ONLINE

Το Ευρωπαϊκό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο λειτούργησε ως γέφυρα που παρουσιάζει στο καναδικό κοινό ό,τι πιο ανήσυχο παράγεται στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, συστήνοντας νέες φωνές και επαναφέροντας παλιές εμμονές.

Η προβολή της ταινίας Brando with a Glass Eye του Αντώνη Τσώνη, ενός Έλληνα της διασποράς που μεγάλωσε στην Αυστραλία και είναι διδάκτορας της νομικής, αποτέλεσε από τις στιγμές όπου οι θεατές εντός της αίθουσας δεν παρακολούθησαν απλώς μία ταινία αλλά ανέπνεε στους ρυθμούς της ταινίας. Μια προβολή με έντονη συμμετοχή, «με μια τζαζ διάθεση από το κρασί πριν αρχίσουμε», όπως χαριτολόγησε ο δημιουργός στη συζήτηση που ακολούθησε.

Ο Τσώνης, απαντώντας στη δικηγόρο συνάδελφό του και διαδικτυακής ραδιοφωνικής παραγωγού, Ντόρα Κονόμη, έδειξε από την πρώτη στιγμή ότι το έργο του δεν αντιμετωπίζει την υποκριτική ως τεχνική αλλά ως πεδίο υπαρξιακής δοκιμασίας υπογραμμίζοντας ότι «Υπάρχουν δύο είδη σκηνοθετών. Αυτών που βάζουν μπροστά την κάμερα και αυτών που βάζουν μπροστά τον ηθοποιό. Προσωπικά ανήκω στους δεύτερους».

Η επιλογή της Αθήνας -της πόλης όπου γεννήθηκαν η τραγωδία και η κωμωδία- δεν λειτουργεί ως τουριστικό καρτ ποστάλ, αλλά ως μία ζώσα, καθημερινή μητρόπολη, της οποίας το ακατέργαστο σκηνικό επιτρέπει στον πρωταγωνιστή όχι μόνο να παλέψει για την ιδιότητά του ως ηθοποιού αλλά να ενσαρκώσει πλήρως τη λογική της μεθόδου και να γίνει ο ίδιος η ίδια η μέθοδος.

Το φιλμ λειτουργεί ως σάτιρα, ως ποίημα και ως ψυχαναλυτικό δοκίμιο πάνω στην παράδοση του μεθοδικού ρεαλισμού από τον Στανισλάφσκι έως τον Άντλερ. «Η μέθοδος ζητά να γίνεις ο ρόλος», είπε ο Τσώνης, τονίζοντας τον κίνδυνο αυτής της βύθισης αφού «Αν γίνεις ο χαρακτήρας, τότε δεν παίζεις πια. Είναι σχεδόν αυτοακύρωση». Κάπου ανάμεσα στη σχολή που αντλεί από τα τραύματα και στη σχολή που πιστεύει στη δύναμη της φαντασίας, ο Brando with a Glass Eye αναζητά τη σύνθετη ψυχογραφία ενός ανθρώπου που παλεύει να βρει τα όρια της δικής του υπόστασης.

Η ταινία απλώνει το βλέμμα της και στην κοινωνική πραγματικότητα της Αθήνας, χωρίς να ηθικολογεί. Από τους πρώην κρατούμενους που συμμετέχουν σε σκηνές νεορεαλισμού έως τις αναφορές στη βία κατά των γυναικών, ένα θέμα που, όπως δήλωσε ο σκηνοθέτης «Έχει εκτοξευθεί σε όλη την Ευρώπη», η αφήγηση διασχίζει τάξεις, αδικίες, οικονομικές πιέσεις και τα αόρατα σημάδια της παιδικής ηλικίας υπογραμμίζοντας ότι «Όλα ξεκινούν από το τραύμα αλλά και οι ανώτερες τάξεις έχουν τα δικά τους αδιέξοδα».

Στον πυρήνα του έργου, όμως, βρίσκεται ένα ερώτημα που ο σύγχρονος κινηματογράφος συχνά αποφεύγει. Τι σημαίνει να «δημιουργείς τέχνη σε έναν κόσμο όπου οι όροι της επιτυχίας έχουν αλλάξει;». Ο Τσώνης επιμένει ότι «Ο αληθινός ηθοποιός δεν κυνηγά ούτε χρήμα ούτε φήμη». Η τελευταία σκηνή της ταινίας, όπου ο ήρωας προσφέρει το πολυπόθητο μονόλογό του όχι στη Νέα Υόρκη αλλά σε μία αθηναϊκή πλατεία, μπροστά σε έναν ηλικιωμένο που ούτε καν καταλαβαίνει αγγλικά, συμπυκνώνει αυτή την αρχή. Ότι η στιγμή της δημιουργίας είναι αυτοσκοπός και μία πράξη ανυπακοής απέναντι στη λογική της αγοράς.

Το Τορόντο, με τη γνωστή του ευαισθησία απέναντι στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, υποδέχθηκε θερμά αυτή την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Τσώνη. «Δεν θα μπορούσα να ζητήσω κάτι καλύτερο από μια αίθουσα που μένει για τη συζήτηση μετά την προβολή». Κι ίσως τελικά αυτό να αποτελεί και την ουσία του έργου. μια πρόσκληση όχι για απαντήσεις, αλλά για το είδος των ερωτήσεων που μόνο το σινεμά τολμά ακόμη να θέτει.

Posted 
November 21, 2025
 in 
Community
 category

Join Our Newsletter and Get the Latest
Posts to Your Inbox

No spam ever. Read our Privacy Policy
Thank you! Your submission has been received!
Oops! Something went wrong while submitting the form.