CLICK TO VIEW THE WHOLE PUBLICATION ONLINEΚατερίνα Γερασκλή
Η απόφαση της κυβέρνησης του Οντάριο να καταργήσει τον κανονισμό για τις πράσινες στέγες στο Τορόντο έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, τόσο από τη Δήμαρχο Olivia Chow όσο και από μέλη της αντιπολίτευσης. Η ρύθμιση, η οποία είχε εφαρμοστεί για πρώτη φορά σε βορειοαμερικανικό επίπεδο το 2009, απαιτούσε την εγκατάσταση πράσινων στεγών σε νέα κτίρια άνω των 2.000 τετραγωνικών ποδιών, συμβάλλοντας στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, την απορρόφηση όμβριων υδάτων και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Περισσότερες από 1.200 πράσινες στέγες έχουν ήδη εγκατασταθεί υπό τον κανονισμό αυτό, αλλά πλέον η εφαρμογή τους θα είναι προαιρετική. Η Δήμαρχος Chow εξέφρασε τη λύπη της, τονίζοντας ότι οι κανονισμοί είχαν θετικό αντίκτυπο για πάνω από 15 χρόνια στην εξοικονόμηση ενέργειας και τη διαχείριση των βροχοπτώσεων.
Η κυβέρνηση, μέσω του υπουργού Στέγασης Rob Flack, υποστηρίζει ότι η κατάργηση αποσκοπεί στην επιτάχυνση της κατασκευής κατοικιών και υποδομών και στη μείωση του κόστους για τους κατασκευαστές και τους φορολογούμενους. Ο υπουργός σημείωσε ότι το Τορόντο ήταν η μόνη πόλη στην επαρχία με τέτοιο κανονισμό και ότι η νέα πολιτική δημιουργεί ένα καθολικό, προαιρετικό πρότυπο για όλη την Οντάριο.
Ωστόσο, η απόφαση έχει επικριθεί έντονα από την αντιπολίτευση και την ίδια τη βιομηχανία. Η MPP Mary-Margaret McMahon υποστήριξε ότι η κυβέρνηση δεν έκανε καμία διαβούλευση με τα κόμματα, το κοινό ή τη βιομηχανία και ότι η κατάργηση υποστηρίζει περίπου 1.600 θέσεις εργασίας, ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές. Ο Peter Tabuns από το NDP εκτιμά ότι περίπου 1.500 εργαζόμενοι θα χάσουν τη δουλειά τους, ενώ επισημαίνει ότι το πρόγραμμα συνέβαλε σε εξοικονόμηση ενέργειας για κατοίκους και ιδιοκτήτες σπιτιών.
Ο Christian Mahlstedt, πρόεδρος της ένωσης εταιρειών που εγκαθιστούν πράσινες στέγες, δήλωσε πως η απόφαση του Οντάριο θα οδηγήσει σε απολύσεις και οικονομική κατάρρευση εταιρειών στον κλάδο, χαρακτηρίζοντας την κίνηση «καταστροφή της βιομηχανίας μπροστά στα μάτια μας».
Η κατάργηση του κανονισμού εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την περιβαλλοντική πολιτική της επαρχίας και τον αντίκτυπο στους πολίτες, την ενέργεια και την απασχόληση στον κατασκευαστικό τομέα.















