
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Μια νέα, διεξοδική ανάλυση της Oxford Economics (ΟΕ) έρχεται να αποτυπώσει με απόλυτη ακρίβεια τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η καναδική οικονομία, εν μέσω της προσπάθειας του πρωθυπουργού Μαρκ Κάρνεϊ να προσαρμόσει τις δημοσιονομικές προτεραιότητες της χώρας στις αυξανόμενες αμυντικές υποχρεώσεις. Παρά την αναμενόμενη δημοσιονομική ώθηση από τις αυξημένες δαπάνες στον τομέα της άμυνας, τα ευρήματα της OE είναι ξεκάθαρα. H ύφεση δεν αποτρέπεται και η συνολική μακροοικονομική εικόνα του Καναδά επιδεινώνεται μεσοπρόθεσμα.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της εταιρείας, η αύξηση των αμυντικών δαπανών του Καναδά, οι οποίες δεσμεύουν τη χώρα να φτάσει το 2% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2025 και να προσεγγίσει το 5% έως το 2035, θα ενισχύσουν το πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν κατά μόλις 0,1 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως οδηγώντας συνολικά σε άνοδο 0,9% το 2025 και 0,4% το 2026. Ωστόσο, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση, αυτή η περιορισμένη τόνωση δεν επαρκεί για να αναχαιτίσει την ύφεση που ήδη πλήττει τη χώρα. Αντίθετα, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να συρρικνωθεί κατά 0,8% συνολικά προτού η οικονομία σταθεροποιηθεί.
Η αγορά εργασίας αναμένεται να υποστεί περαιτέρω πλήγματα. Η OE εκτιμά πως η ανεργία, που τον Ιούνιο διαμορφώθηκε στο 6,9%, θα αυξηθεί στο 7,6% μέχρι το τέλος του έτους, με περισσότερες από 140.000 θέσεις εργασίας να χάνονται στη διάρκεια της ύφεσης. Η πρόσκαιρη ενίσχυση των θέσεων απασχόλησης, όπως καταγράφηκε με τη δημιουργία 83.000 νέων θέσεων εργασίας τον τελευταίο μήνα, δεν αρκεί για να αντιστρέψει την ευρύτερη τάση της επιβράδυνσης.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί και το μέτωπο του πληθωρισμού. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι αυξημένες κρατικές δαπάνες θα ασκήσουν περαιτέρω ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό, ο οποίος αναμένεται να φθάσει το 3% έως τα μέσα του 2026. Αυτό το επίπεδο πληθωρισμού περιορίζει δραστικά τα περιθώρια της Τράπεζας του Καναδά για περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, με το βασικό επιτόκιο να παραμένει στο 2,75% χωρίς προοπτική σημαντικής μείωσης.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, η Oxford Economics καταγράφει σοβαρούς κινδύνους βιωσιμότητας. Η στρατηγική αύξησης της άμυνας βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος, γεγονός που συνεπάγεται μακροχρόνια επιδείνωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Οι νέες δεσμεύσεις θα απαιτήσουν κατά μέσο όρο επιπλέον 15 έως 20 δισεκατομμύρια καναδικά δολάρια ετησίως για την κάλυψη του 2% του ΑΕΠ έως το 2032, ενώ για το φιλόδοξο στόχο του 5% υπολογίζονται επενδύσεις άνω των 150 δισεκατομμυρίων ετησίως μέχρι το 2035. Όλα αυτά, την ώρα που η οικονομία της χώρας παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς, εμπορικές αναταράξεις και τις συνέπειες μίας παγκόσμιας επιβράδυνσης.
Η ανάλυση αποτυπώνει ένα ευρύτερο δημοσιονομικό δίλημμα. Είτε ο Καναδάς θα αποδεχθεί μακροχρόνια υψηλά ελλείμματα και χρέος, είτε θα προχωρήσει σε βαθιές περικοπές κοινωνικών δαπανών και υποδομών ή ακόμη και σε φορολογικές αυξήσεις που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν περαιτέρω την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Επιπροσθέτως, ο Καναδάς εμφανίζεται ιδιαίτερα εκτεθειμένος σε πιέσεις αξιοπιστίας στις διεθνείς αγορές. Η OE κατέταξε τη χώρα με δείκτη οικονομικού κινδύνου στο 3,3/10, κατατάσσοντάς την στην 27η θέση παγκοσμίως, κάτω από χώρες όπως το Μεξικό και η Ιαπωνία αλλά καλύτερα από μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες όπως η Γαλλία και η Γερμανία.
Σύμφωνα με τα ίδια δεδομένα, η αύξηση της αμυντικής δαπάνης προσφέρει μία ήπια βραχυπρόθεσμη ανακούφιση σε ορισμένους κλάδους της οικονομίας και διασφαλίζει την εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων του Καναδά στο ΝΑΤΟ και τις συμμαχίες της Δύσης. Ωστόσο, οι συνδυασμένες πιέσεις από υψηλό κόστος δανεισμού, πληθωρισμό, επιβράδυνση της κατανάλωσης, πτώση στις εξαγωγές και εμπορικούς πολέμους υπονομεύουν τη δυναμική ανάκαμψης της οικονομίας, καθιστώντας την ύφεση πιο βαθιά και παρατεταμένη από όσο αρχικά αναμενόταν.
Η έκθεση της Oxford Economics έρχεται να επιβεβαιώσει τις ανησυχίες που εκφράζουν το τελευταίο διάστημα τόσο εγχώριοι αναλυτές όσο και διεθνείς οργανισμοί, όπως η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, επισημαίνοντας ότι τα ισοζύγια προτεραιοτήτων ανάμεσα σε εθνική ασφάλεια και οικονομική σταθερότητα απαιτούν προσεκτική πολιτική διαχείριση ώστε να αποφευχθεί ένας φαύλος κύκλος ύφεσης και δημοσιονομικής ασφυξίας.
Η πλήρης δημοσιονομική προσαρμογή που απαιτείται παραμένει ασαφής, με το πολιτικό σκηνικό στον Καναδά να διαμορφώνεται υπό τις πιέσεις κοινωνικών αντιδράσεων, αυξανόμενης ανεργίας και επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών.
Παρενθετικά να σημειωθεί πως η Oxford Economics ιδρύθηκε στην Οξφόρδη το 1981 ως μία εμπορική/οικονομική πρωτοβουλία των τμημάτων οικονομικών και εμπορικών σπουδών του ομώνυμου πανεπιστημίου. Σήμερα, έχει εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους ανεξάρτητους φορείς οικονομικών αναλύσεων παγκοσμίως.