
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Σε μία περίοδο κατά την οποία θέμα δημόσιας εκπαίδευσης καταστρώνεται όπως τα οικονομικά παζάρια, η κυβέρνηση του Doug Ford κινητοποιεί μια στρατηγική μετάβαση από την τοπική αυτονομία του σχολικού συμβουλίου προς τον αυταρχικό, επαρχιακό επιτελικό έλεγχο. Το νομοσχέδιο «Νόμος για τη στήριξη των παιδιών και των μαθητών» (Supporting Children and Students Act, 2025 - Bill 33) δεν είναι απλά μεταρρύθμιση• αποδεικνύεται ότι έχει για κορμό την αστυνομική επιτήρηση, την εκλογική αποδόμηση των σχολικών συμβούλων (trustees) και το τέλος της συμμετοχής των γονέων στην εκπαίδευση. Ταυτόχρονα, πολιτικές και ιστορικές παρακαταθήκες υπογραμμίζουν ότι η εξέλιξη αυτή δεν είναι απρόσκοπτη αλλά ούτε και ορθή.
Στο κέντρο της συζήτησης, η επιστροφή των αξιωματικών σχολικών πόρων (School Resource Officers - SROs) στις σχολικές αυλές. Από το 2017, το Σχολικό Συμβούλιο Δημόσιων Σχολείων του Τορόντο (Toronto District School Board - TDSB) είχε αποφασίσει την πλήρη κατάργηση των SROs, μετά από εκθέσεις που ανέδειξαν τη στοχοποίηση Μαύρων, αυτόχθονων και LGBTQ+ μαθητών μέσω πειθαρχίας παρά αγωγής. Τώρα, το νομοσχέδιο του υπουργείου επιβάλλει την εκ νέου παρουσία τους, παρά τις αντίθετες εισηγήσεις της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Οντάριο (Ontario Human Rights Commission - OHRC), που στις 29 Μαΐου προειδοποίησε ότι η πολιτική αυτή ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τα ανθρωπινά δικαιώματα και την ίση μεταχείριση όλων των μαθητών.
Η Ομοσπονδία Δασκάλων Δημοτικών Σχολείων Οντάριο (Elementary Teachers’ Federation of Ontario - ETFO), την ίδια μέρα, χαρακτήρισε τον νόμο 33 ως «εξόφθαλμη υπέρβαση» (egregious overreach) αφού είναι μία απόφαση που καλύπτει τις περικοπές με πρόσχημα την ασφάλεια και απειλεί τον εκπαιδευτικό ρόλο των σχολικών δομών.
Παράλληλα, γίνεται εμφανής η υπονόμευση της τοπικής δημοκρατίας εφόσον ο νόμος 33 επιτρέπει στον υπουργό Παιδείας, Paul Calandra, την αναστολή, ακόμη και την αντικατάσταση των εκλεγμένων σχολικών συμβούλων (trustees) με επιτρόπους (supervisors) - ανεξάρτητα αν αυτοί εκλέγονταν από τους γονείς και την κοινότητα ώστε να ανταποκρίνονται στις τοπικές ανάγκες. Ο ίδιος ο υπουργός έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο κατάργησής τους, επικαλούμενος «υπηρεσιακή ποιότητα». Σε συνέντευξη του επανέλαβε ότι «υπάρχουν καλοί σχολικοί σύμβουλοι και υπάρχουν κακοί» χωρίς να τοποθετείται ρητά υπέρ της διατήρησής τους.
Αυτή η πολιτική σηκώνει ανάστημα σε ιστορικά θεσμικά θεμέλια. Η Βασιλική Επιτροπή για την Εκπαίδευση (Royal Commission on Education, 1994) είχε σαφώς προειδοποιήσει ότι σε μία επαρχία σαν το Οντάριο, με 5.000 σχολεία τότε, είναι πρακτικά αδύνατο να ελέγχει και να διαχειρίζεται το σύνολο από το κεντρικό υπουργείο. Σήμερα υπολογίζεται ότι υπάρχουν περί τα 4.600 σχολεία. Ένας αριθμός που δεν μειώνει την ανάγκη τοπικών δομών εκπροσώπησης και συμμετοχής. Οι γονείς έχουν πει επανειλημμένα ότι αποκτούν ανησυχίες όταν χάνουν τη γεωγραφική σχέση με τα παιδιά τους και την εκπαιδευτική κοινότητα. Οποιαδήποτε περαιτέρω αποψίλωση εκπροσωπήσεων θα ενισχύσει την αποξένωση, με απρόβλεπτα πολιτικά αποτελέσματα.
Το ιστορικό παράδειγμα δεν είναι ανύπαρκτο. Τον Απρίλιο του 2018, η κυβέρνηση Ford είχε εξαγγείλει περικοπές στον προγραμματισμό και τη χρηματοδότηση του γαλλόφωνου πανεπιστημίου του Οντάριο (Université de l’Ontario français), προκαλώντας ισχυρή αντίδραση από την κοινοτική βάση των γαλλόφωνων «Ονταριανών» (Franco-Ontarians). Τα μεγάλα συλλαλητήρια και η έντονη οργανωμένη πίεση που άσκησαν τότε, κατέστησαν αναγκαία την μερική αναδίπλωση της κυβέρνησης. Εκείνη η πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι το εκπαιδευτικό πεδίο είναι πολιτικά εκρηκτικό και ο φερόμενος «επαναπροσδιορισμός» γνωρίζει οδυνηρές συνέπειες για όσους τον αγνοούν.
Ακόμα, η οικονομική διάσταση δεν είναι δευτερεύουσα. Η φοιτητική εφημερίδα του πανεπιστημίου του Τορόντο, Varsity, σε μία ανάλυση αποτελεσμάτων και δαπανών που έκανε τον περασμένο μήνα, διαπίστωσε ότι τα δημόσια πανεπιστήμια του Οντάριο λαμβάνουν τη χαμηλότερη χρηματοδότηση ανά φοιτητή στον Καναδά. Σύμφωνα με τα στοιχεία οι φοιτητές των πανεπιστημίων του Οντάριο λαμβάνουν 10.246 δολάρια όταν ο μέσος όρος της χρηματοδότησης στη χώρα φτάνει τις 16.789 δολάρια το χρόνο. Κι όπως είναι αντιληπτό, σ’ ένα περιβάλλον μίας οικονομικής στενότητας, η προσθήκη επιτήρησης, αστυνόμευσης και κεντρικής άδειας για πολιτιστικά ή εκπαιδευτικά θέματα προστίθεται ένα επιπλέον βάρος σε ένα σύστημα το οποίο ήδη δοκιμάζεται οικονομικά και πολιτειακά.
Αξίζει να επισημανθεί ότι η έννοια της ασφάλειας εκφράζεται εδώ με τελείως διαφορετικό τρόπο από άλλες προοδευτικές εκπαιδευτικές πολιτικές. Δεν πρόκειται για αύξηση υποστηρικτικών δομών (π.χ. προγράμματα ψυχικής υγείας-mental health programs, υποστηρικτικά συμβουλευτικά κέντρα-counselling structures, προγράμματα παρέμβασης-intervention programs) αλλά για ενίσχυση ποινικών ή κατασταλτικών μηχανισμών μέσα στην τάξη. Η OHRC επανειλημμένως τονίζει ότι η ασφαλής εκπαίδευση δεν επιτυγχάνεται με όπλα ή στολές αλλά με στήριξη, πρόληψη και προσβασιμότητα για όλους - στα οποία ο νόμος 33 δεν επενδύει αλλά επί της ουσίας τραβάει την πολιτεία μακριά.
Η κυβέρνηση Ford με την απόφασή της διεκδικεί ότι ο κεντρικός συντονισμός θα αποκαταστήσει την ποιότητα, τη συνέπεια και τον έλεγχο σε ένα κατακερματισμένο σύστημα. Όμως, η τιμή αυτής της τάξης ίσως είναι υψηλότερη από την αναγκαία. Η εκπαίδευση δεν αφορά μόνο τη μετάδοση γνώσεων αλλά και τη δημοκρατική λήψη αποφάσεων (democratic decision-making), την κουλτούρα ευθύνης και την τοπική σύνδεση. Η μετατόπιση των αποφάσεων από τους γονείς, τους σχολικούς συμβούλους και τη σχολική κοινότητα στον γραφειοκρατικό μηχανισμό της επαρχίας μας φέρνει σε ένα νέο μοντέλο που είναι πιο συγκεντρωτικό, πιο ελεγχόμενο αλλά όχι ανεπίφοβα αποτελεσματικό.
Ο Doug Ford φαίνεται να επιλέγει αυτό το μοντέλο ως απάντηση σε ένα «εκπαιδευτικό χάος», αλλά η απάντηση αυτή κινδυνεύει να επιφέρει τα χείριστα αποτελέσματα. Μεγαλύτερη αποξένωση, πολιτική πόλωση και αντίδραση όπως έγινε το 2018. Από την πλευρά της κοινότητας, της Δημοκρατίας και της ανθρωπιάς, η μεταρρύθμιση αυτή αυξάνει το χάσμα, όχι μόνο στο σχολείο, αλλά στο ίδιο το πολίτευμα.
Στην καρδιά αυτής της αντιπαράθεσης κρύβεται ένα θεμελιώδες ερώτημα. Τι σημαίνει παιδεία και ποιος τη θεμελιώνει; Οι κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις, όπως αυτή του νόμου 33 αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση ως πεδίο διοικητικού ελέγχου και αστυνόμευσης. Η ουσία, όμως, της παιδείας υπερβαίνει τις ρυθμίσεις και τους μηχανισμούς. Κι εδώ είναι που μία ελληνική ρήση συνοψίζει το βαθύτερο νόημα της Παιδείας και της εκπαίδευσης. «Εάν θέλεις να διδάξεις σε ένα παιδί την αλφάβητο, δίδαξέ του το ρήμα αγαπώ γιατί ξεκινάει με Α και τελειώνει με Ω». Σε αυτή τη φράση κρύβεται η ίδια η φιλοσοφία της παιδείας γιατί δεν πρόκειται απλώς για τη μετάδοση γνώσεων αλλά για την κριτική δια-παιδαγώγιση των ανθρώπων και αυριανών πολιτών για τη δημιουργία υγειών οικογενειών, κοινωνιών, κυβερνητικών θεσμών. Κι όταν οι κυβερνητικές πολιτικές ξεχνούν αυτόν τον προσανατολισμό τότε το ζήτημα παύει να είναι τεχνικό αλλά βαθιά «ολιγαρχικό» και ανεγκέφαλο.