Share
Visit Us
email us
CLICK TO VIEW THE WHOLE PUBLICATION ONLINE

Η εναρκτήρια ομιλία του βασιλιά του Ηνωμένου Βασιλείου και αρχηγού κράτους 14 ακόμη χωρών της Κοινοπολιτείας των Εθνών, Καρόλου Γʹ, κατά την επίσημη έναρξη της πρώτης συνόδου της 45ης καναδικής βουλής, αποτέλεσε σταθμό ιστορικής και πολιτικής σημασίας. Η παρουσία του μονάρχη στο κοινοβούλιο, έπειτα από πρόσκληση του νεοεκλεγέντος πρωθυπουργού Mark Carney, ανέδειξε τη βούληση του να προσδώσει υψηλό θεσμικό και ενοποιητικό συμβολισμό στην όλη διαδικασία σε μία συγκυρία αυξανόμενων διεθνών πιέσεων, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η επιλογή αυτή, η οποία αποσκοπούσε στην ενίσχυση του κύρους των κοινοβουλευτικών θεσμών και στην ανάδειξη της καναδικής εθνικής κυριαρχίας αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς πρόκειται για την πρώτη φορά από το 1977 που εν ενεργεία μονάρχης παρίσταται και προΐσταται της έναρξης εργασιών. Ο Κάρολος Γʹ επιβεβαίωσε τον διαχρονικό ρόλο της μοναρχίας ως θεσμικού πυλώνα συνέχειας και σταθερότητας ενώ υπογράμμισε την ανεξαρτησία, την ενότητα και τη δημοκρατική συνοχή της χώρας.
Η ομιλία του ξεκίνησε με μια συναισθηματικά φορτισμένη, αλλά πολιτικά τοποθέτηση λέγοντας ότι «Με αίσθημα βαθιάς υπερηφάνειας και χαράς, εγώ και η σύζυγός μου είμαστε σήμερα μαζί σας, καθώς γινόμαστε μάρτυρες του τρόπου με τον οποίο οι Καναδοί ενώνονται σε ένα ανανεωμένο πνεύμα εθνικής υπερηφάνειας, ενότητας και ελπίδας». Το ύφος του ευγενές, αλλά μεστό. Η παρουσία του βασιλιά δεν αποτελεί πλέον απλή ενσάρκωση του ιστορικού δεσμού της Κοινοπολιτείας αλλά επενδύεται με ιδεολογικό και πολιτειακό περιεχόμενο, προσαρμοσμένο στις προκλήσεις της νέας εποχής.
Η προσεκτικά τοποθετημένη αναφορά στην εδαφική κυριαρχία των αυτόχθονων δεν περνά απαρατήρητη αφού τονίζει ότι «Αναγνωρίζουμε ότι η παρούσα σύνοδος συγκαλείτε επί εδαφών των Algonquin Anishinaabeg που ουδέποτε παραχωρήθηκαν. Πρόκειται για πράξη αναγνώρισης της κοινής μας ιστορίας. Η συμφιλίωση οφείλει να είναι υπόθεση τόσο του λόγου όσο και της πράξης». Η δήλωση αυτή αντανακλά τη μετατόπιση του καναδικού κράτους από μια νομική «ανοχή» απέναντι στις αυτόχθονες οντότητες προς μία στρατηγική ενσωμάτωσης της πολιτικής τους βούλησης, ως συστατικό στοιχείο της εθνικής αφήγησης. Στην ομιλία του αναφέρθηκε στη δέσμευση της κυβέρνησης να διπλασιάσει το Πρόγραμμα Εγγυητικών Δανείων προς τις Αυτόχοθονες Κοινότητες, να δώσει υλική υπόσταση προς αυτήν τη συμφιλίωση, ενισχύοντας την ιδιοκτησία των Πρώτων Εθνών σε έργα υποδομής και ενεργειακού ενδιαφέροντος.
Στην εξέλιξη της ομιλίας του ο μονάρχης έστρεψε το βλέμμα του στο διεθνές πλαίσιο. Μέσα από μία ιστορική αναφορά στους Καναδούς στρατιώτες που πολέμησαν «στις ακτές της Juno, στο Vimy Ridge, στο Dieppe», επαναπροσδιόρισε την καναδική ταυτότητα ως μία δύναμη ειρήνης και αυτοθυσίας. Η ρητορική του, όμως, δεν έμεινε στον ιστορικό στοχασμό αφού μετέβη στο παρόν τονίζοντας ότι «Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Ο κόσμος σήμερα είναι πιο αβέβαιος και επικίνδυνος από κάθε άλλη εποχή μετά τον Βʹ Παγκόσμιο Πόλεμο». Η φράση του αυτή λειτούργησε ως προοίμιο για την καίρια διακήρυξη του ότι ο Καναδάς, εν μέσω μεταβαλλόμενων παγκόσμιων ισορροπιών, δεν επιθυμεί απλώς να παρακολουθεί τις εξελίξεις αλλά να ηγηθεί ενός συνασπισμού «χωρών που μοιράζονται κοινές αξίες και πίστη στη διεθνή συνεργασία» στέλνοντας ένα μήνυμα διεθνώς αφού η επερχόμενη σύνοδος κορυφής της Ομάδας των επτά (G7) θα γίνει στην Αλμπέρτα του Καναδά, τον 16-26 Ιουνίου, μία πρωτοβουλία του καναδού πρωθυπουργού.
Το πολιτικό στίγμα της νέας κυβέρνησης έγινε σαφέστερο όταν αναφέρθηκε στην ανάγκη για τη «μεγαλύτερη μεταμόρφωση της καναδικής οικονομίας μετά τον Βʹ Παγκόσμιο Πόλεμο» υπογραμμίζοντας την  στη «δημιουργία μιας «ενιαίας καναδικής οικονομίας», μία διαχρονική πρόκληση για την ομοσπονδία των δεκατριών επαρχιών και εδαφών, μέσα από την κατάργηση των εσωτερικών φορολογικών εμποδίων έως την Ημέρα του Καναδά την 1η Ιουλίου.
Το σχέδιο αυτό δεν είναι θεωρητικό αφού συνδέεται με τη δημιουργία του Ομοσπονδιακού Γραφείου Μεγάλων Έργων, που αποσκοπεί στη μείωση των χρόνων αδειοδότησης από πέντε έτη σε δύο. Παράλληλα, η κυβέρνηση εξαγγέλλει τη δημιουργία του κρατικού μηχανισμού Build Canada Homes, με στόχο την επιτάχυνση της κατασκευής προσιτών κατοικιών μέσω καναδικής τεχνολογίας και βιομηχανικής παραγωγής.

Το αφήγημα αυτό πλαισιώνεται από μια δημοσιονομική φιλοσοφία νέου τύπου, την οποία η κυβέρνηση ονομάζει «πειθαρχημένη μεγέθυνση»: ο περιορισμός των λειτουργικών δαπανών κάτω του 2% ετησίως δεν συνιστά απομείωση του κοινωνικού κράτους, αλλά μετάβαση σε ένα αποδοτικότερο, λιγότερο γραφειοκρατικό και τεχνολογικά εκσυγχρονισμένο δημόσιο τομέα.
Το ζήτημα της ασφάλειας εντάσσεται στο ίδιο πνεύμα. Με μέτρα όπως η ενίσχυση της Βασιλικής Καναδικής Έφιππης Αστυνομίας με 1.000 νέα στελέχη, η ενδυνάμωση της φύλαξης των συνόρων έναντι των παράνομων όπλων και ουσιών, αλλά και η ποινική αυστηροποίηση για εγκλήματα όπως η εμπορία ανθρώπων, η κυβέρνηση διατυπώνει έναν ρεαλιστικό και λειτουργικό ορισμό της ασφάλειας: όχι μόνο ως φυσική προστασία, αλλά ως θεσμική πρόληψη κοινωνικής διάλυσης.
Δεν παραλείπεται και η επιτακτική αναφορά στη γλωσσική και πολιτιστική συνύπαρξη, με έμφαση στον «κεντρικό ρόλο της γαλλικής γλώσσας και του πολιτισμού του Κεμπέκ στη διαμόρφωση της καναδικής ταυτότητας». Η υπεράσπιση του CBC/Radio-Canada, η προτεραιότητα στην προστασία του αγροδιατροφικού τομέα μέσω του συστήματος διαχείρισης προσφοράς, και η αναβάθμιση της περιβαλλοντικής πολιτικής μέσα από την ίδρυση νέων εθνικών και αστικών πάρκων, συγκροτούν έναν ιδιότυπο πατριωτισμό: έναν πατριωτισμό χωρίς αποκλεισμούς, πολυφωνικό, και ενταγμένο σε ένα περιβαλλοντικά βιώσιμο και πολιτιστικά ενεργό μέλλον.
Το κεφάλαιο της μεταναστευτικής πολιτικής, ίσως το πλέον ακανθώδες, προσεγγίζεται με νηφαλιότητα. Ο περιορισμός των προσωρινών μεταναστών και διεθνών φοιτητών στο 5% του πληθυσμού έως το 2027 δεν στοχεύει στη δημιουργία τειχών. Στοχεύει, όπως δηλώνεται, στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς ένα σύστημα το οποίο έχει δεχθεί πιέσεις λόγω πληθωρισμού, στεγαστικής κρίσης και εργασιακών ανισοτήτων.
Στην καταληκτική ενότητα της ομιλίας, η φιγούρα του Βασιλέως επανέρχεται, αυτή τη φορά σε ρόλο εγγυητή των συνταγματικών θεσμών, απευθύνοντας τη χαρακτηριστική ευχή: «Ας φανείτε αντάξιοι της βαθιάς εμπιστοσύνης που σας έχουν δείξει οι Καναδοί. Και είθε ο Θεός να σας ευλογεί και να σας καθοδηγεί σε όλα σας τα καθήκοντα». Με αυτήν την αποστροφή, ο Καναδάς δεν επιστρέφει στο τελετουργικό παρελθόν της μοναρχίας, αλλά μεταπλάθει τον θεσμό σε φάρο θεσμικής συνέχειας μέσα σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται με ταχύτητα και ένταση.
Έτσι, η ομιλία του Καρόλου Γ’ δεν είναι ένα τεκμήριο ιστορικής τιμής. Είναι μια πράξη ενσυνείδητης πολιτειακής αναγέννησης. Ο Καναδάς που σκιαγραφείται μέσα από αυτήν δεν είναι παθητικός αποδέκτης των παγκόσμιων εξελίξεων. Είναι ένας Καναδάς ενεργός, συνειδητός, θεσμικά ευφυής και γεωπολιτικά ώριμος. Ένας Καναδάς που επιδιώκει να χτίσει γέφυρες μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, παράδοσης και νεωτερικότητας, εθνικής ιδιοπροσωπίας και παγκόσμιας ευθύνης.
Οι δύο προηγούμενες παρουσίες μονάρχη καταγράφηκαν το 1957 και το 1977 όταν η εκλιπούσα βασίλισσα Ελισάβετ Βʹ απηύθυνε η ίδια την «Ομιλία από τον Θρόνο». Χαρακτηριστικά, το 1957 κατά την έναρξη της 23ης Βουλής και το 1977 στη διάρκεια της τρίτης συνόδου της 30ής Βουλής. Η φετινή παρουσία του βασιλιά Καρόλου Γʹ στην Καναδική Βουλή συνιστά την τρίτη εμφάνιση εν ενεργεία μονάρχη και συνδέεται, κατά πολλούς αναλυτές, με την πρόθεση της Μοναρχίας να ενισχύσει το θεσμικό της αποτύπωμα στον Καναδά, σε μια περίοδο γεωπολιτικών και εσωτερικών ανακατατάξεων.

Posted 
May 30, 2025
 in 
Ομογένεια ΚΑΝΑΔΑΣ
 category

Join Our Newsletter and Get the Latest
Posts to Your Inbox

No spam ever. Read our Privacy Policy
Thank you! Your submission has been received!
Oops! Something went wrong while submitting the form.