
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Σε μία περίοδο εντεινόμενης γεωπολιτικής ρευστότητας και ανασχηματισμού των παγκόσμιων ισορροπιών, ο Καναδάς επιχειρεί μία από τις πλέον φιλόδοξες αναθεωρήσεις της αμυντικής του στρατηγικής από τον Ψυχρό Πόλεμο και μετά. Ο πρωθυπουργός της χώρας, Mark Carney, ανακοίνωσε από το Τορόντο ένα εκτενές πρόγραμμα επαναστρατιωτικοποίησης και αναδιάρθρωσης των Καναδικών Ενόπλων Δυνάμεων (Canadian Armed Forces), το οποίο, όπως τόνισε, δεν συνιστά απλώς αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών αλλά «πολιτική απεξάρτησης» από το παραδοσιακό πλαίσιο ηγεμονίας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η ανακοίνωση ήρθε τη στιγμή που ο Καναδάς προετοιμάζεται να καλύψει τον στόχο του 2% του ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες, όπως προβλέπεται από τις δεσμεύσεις του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty Organization - NATO). Το κρίσιμο στοιχείο, ωστόσο, είναι ο χρονισμός. Η επίτευξη αυτού του στόχου τοποθετείται για το τέλος του τρέχοντος οικονομικού έτους, δηλαδή τον Μάρτιο του 2026, πέντε χρόνια νωρίτερα από τον αρχικό προγραμματισμό.
«Σε έναν κόσμο όλο και πιο επικίνδυνο και κατακερματισμένο, ο Καναδάς πρέπει να είναι έτοιμος, να υπερασπιστεί τον λαό και τις αξίες του, να διασφαλίσει την κυριαρχία του και να προστατεύσει τους συμμάχους του», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Carney, προσθέτοντας ότι «Η εποχή της αμερικανικής παγκόσμιας κυριαρχίας έχει παρέλθει».
Το σχέδιο προβλέπει για το 2025-2026 επενδύσεις που ξεπερνούν τα 9 δισεκατομμύρια δολάρια Καναδά, με βασικό κορμό τη στρατιωτική επανεκκίνηση. Περιλαμβάνει αυξήσεις αποδοχών για τα στελέχη των Καναδικών Ενόπλων Δυνάμεων, βελτίωση της στρατολόγησης, συντήρηση και αναβάθμιση πλοίων, αεροσκαφών και υποδομών, και ενίσχυση της επιχειρησιακής ετοιμότητας. Παράλληλα, προβλέπεται η ενσωμάτωση της Καναδικής Ακτοφυλακής (Canadian Coast Guard) στις δομές επιχειρησιακής ασφάλειας του NATO, χωρίς, ωστόσο, να μεταφερθεί αρμοδιότητα στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας (Department of National Defence) αλλά ούτε και να εξοπλιστεί στρατιωτικά.
Κεντρικό άξονα της αναδιάρθρωσης αυτής αποτελεί η επένδυση σε νέες τεχνολογίες και υποδομές. Χαρακτηριστικά επικεντρώνεται σε προηγμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones), αισθητήρες για την παρακολούθηση του Αρκτικού και του ωκεάνιου βυθού, ραντάρ Over-the-Horizon, δυνατότητα ακριβών πληγμάτων μακράς εμβέλειας, ψηφιακές υποδομές με κυβερνοπροστασία, και αύξηση της εγχώριας παραγωγής πυρομαχικών και αρμάτων.
Επίσης, υπάρχει ειδική πρόβλεψη για τους βετεράνους αφού θα επανασχεδιάζεται το σύστημα παροχών, επιταχύνεται η διαδικασία χορήγησής τους, ενώ ενισχύονται οι υπηρεσίες υγείας με έμφαση στις ανάγκες των γυναικών αποστράτων. Ταυτόχρονα, διευκολύνεται η αναγνώριση και μεταφορά στρατιωτικών ειδικοτήτων στην ιδιωτική αγορά εργασίας.
Ο υπουργός Άμυνας David J. McGuinty δήλωσε ότι «ανανεώνουμε την υπόσχεσή μας προς όσους υπηρέτησαν με τιμή. Η επένδυση αυτή θα ενισχύσει την κυριαρχία μας και θα τροφοδοτήσει την καινοτομία, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας». Παρά τα θετικά πρόσημα, ο Carney αναγνώρισε ότι θα χρειαστούν περικοπές σε άλλους τομείς του προϋπολογισμού, χωρίς όμως αύξηση φόρων.
Η συμφωνία για τα μαχητικά αεροσκάφη F-35 παραμένει κομβικό στοιχείο του εξοπλιστικού πλαισίου. Ο Καναδάς έχει δεσμευθεί στην αγορά 88 μαχητικών F-35A από την Lockheed Martin, με αρχικό κόστος περίπου 19 δισ. δολαρίων ενώ οι αναθεωρημένες εκτιμήσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ανεβάζουν το συνολικό κόστος κύκλου ζωής του προγράμματος έως και τα 77 δισ. δολάρια. Τα πρώτα 16 αεροσκάφη έχουν ήδη χρηματοδοτηθεί ωστόσο ο Carney αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο επαναδιαπραγμάτευσης των όρων με στόχο και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγικής βάσης μέσω συναρμολόγησης μερών τους.
Αναλυτές όπως ο Dave Perry, πρόεδρος του Canadian Global Affairs Institute, επισημαίνουν ότι, παρά τη φιλόδοξη στόχευση του σχεδίου, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα εάν η ομοσπονδιακή γραφειοκρατία διαθέτει την απαραίτητη διοικητική επάρκεια για την αποτελεσματική απορρόφηση των προβλεπόμενων κονδυλίων. Χαρακτηριστικά τόνισε ότι «Εάν η δημόσια διοίκηση συνεχίσει να λειτουργεί όπως την τελευταία δεκαετία και πλέον, είναι πολύ πιθανό ένα σημαντικό μέρος αυτών των χρημάτων να παραμείνει αναξιοποίητο».
Το ΝΑΤΟ έχει καλέσει τα κράτη-μέλη να καταρτίσουν εθνικά σχέδια ενίσχυσης των αμυντικών τους βιομηχανιών. Ο Καναδάς, που στο παρελθόν αμφιταλαντευόταν σε αυτόν τον τομέα, δηλώνει πλέον έτοιμος να συνυπογράψει τη βιομηχανική δέσμευση του Συμφώνου. «Στόχος μας δεν είναι να ικανοποιήσουμε τους λογιστές του NATO, αλλά να προστατεύσουμε τον καναδικό λαό», υπογράμμισε ο Carney.
Οι εξελίξεις αυτές, εν όψει της Συνόδου Κορυφής του NATO στη Χάγη και της Συνόδου της G7 στη Βρετανική Κολομβία, σηματοδοτούν πιθανώς μία νέα φάση για τη γεωστρατηγική ταυτότητα του Καναδά η οποία θα είναι λιγότερο εξαρτημένη από την Ουάσιγκτον, περισσότερο ενταγμένη σε μία ευρωπαϊκής έμπνευσης αντίληψη στρατηγικής αυτονομίας. Το κατά πόσον η πολιτική αυτή θα έχει συνέχεια, μένει να αποδειχθεί στην πράξη.