
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Μετά την ολοκλήρωση της Συνόδου της G7 στην Αλμπέρτα, ο Mark Carney ετοιμάζεται να αναχωρήσει την Κυριακή, 22 Ιουνίου, για την Ευρώπη, προκειμένου να συμμετάσχει στη Σύνοδο Κορυφής Καναδά–Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες και, στη συνέχεια, στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Χάγη, που θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη και Τετάρτη.
Σύμφωνα με το πρωθυπουργικό γραφείο, ο Καναδός πρωθυπουργός θα έχει σειρά συναντήσεων με Ευρωπαίους ηγέτες αποβλέποντας στην εμβάθυνση της στρατηγικής σχέσης Καναδά–Ε.Ε., όχι μόνο στον τομέα του εμπορίου αλλά και σε ζητήματα αμυντικής συνεργασίας, ασφάλειας και ενεργειακής ανεξαρτησίας. Στις συνομιλίες αναμένεται να τεθούν εκ νέου στο τραπέζι και οι προκλήσεις εφαρμογής της Συνολικής Οικονομικής και Εμπορικής Συμφωνίας (CETA) ενώ σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, ο Καναδάς θα ζητήσει την ενίσχυση της ευρωκαναδικής ενεργειακής συνεργασίας, ειδικά στον τομέα της πυρηνικής τεχνολογίας και της πράσινης μετάβασης.
Η παρουσία του Καναδού πρωθυπουργού στη Χάγη έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς η φετινή Σύνοδος του ΝΑΤΟ αναμένεται να είναι η πλέον πολιτικά φορτισμένη της τελευταίας δεκαετίας. Σύμφωνα με την πρόταση της Πολωνίας, των Βαλτικών κρατών και κάποιων Αμερικανών νομοθετών, η συμμαχία, εν μέσω όλων, ετοιμάζεται συζητήσει ένα νέο κι εξαιρετικά φιλόδοξο αμυντικό πλαίσιο το οποίο προβλέπει την αύξηση των αμυντικών δαπανών των κρατών–μελών στο 5% του ΑΕΠ, ποσοστό που ο Καναδάς δεν έχει προσεγγίσει από τη δεκαετία του 1950. Χαρακτηριστικά και σύμφωνα με ιστορικά δεδομένα, η χώρα έφτασε στο σημείο να δαπανά 6,3% το ΑΕΠ του για την συμμετοχή του στον πόλεμο της Κορέας, της θεμελιώδης συνεισφορές της στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του ΝΑΤΟ και στον εκσυγχρονισμό του Βασιλικού Καναδικού Πολεμικού Ναυτικού και Πολεμικής Αεροπορίας.
Αν και ο Καναδάς σήμερα καταβάλει το 1,45% του ΑΕΠ τού στις αμυντικές δαπάνες, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα έναν φιλόδοξο δημοσιονομικό προσανατολισμό στον οποίο πρόσθεσε 9 δισεκατομμύρια δολάρια στον προϋπολογισμό του τρέχοντος έτους, δεσμευόμενος ότι η χώρα θα φτάσει τον υφιστάμενο στόχο του 2% του ΑΕΠ, δηλαδή, 62,5 περίπου δισεκατομμύρια δολάρια κατ’ εκτίμηση του ΝΑΤΟ, με βάση το καναδικό ΑΕΠ των 3,1 τρισ. δολαρίων. Ωστόσο, αυτή η εξαγγελία δεν αρκεί για να καθησυχάσει τις ανησυχίες συμμάχων όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Πολωνία, που εδώ και χρόνια επικρίνουν την Οττάβα για ασυνέπεια επίτευξης των αμυντικών της δεσμεύσεων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκάλεσε η δήλωση του Carney κατά την τελική συνέντευξη Τύπου της Συνόδου των G7 στην Αλμπέρτα, όπου υπογράμμισε ότι «η ηγεσία μας δεν θα καθοριστεί μόνο από τη δύναμη των αξιών μας, αλλά και από τις αξίες της ισχύος μας». Σύμφωνα με το γραφείο του πρωθυπουργού, η καναδική αποστολή στο ΝΑΤΟ θα εστιάσει στην ενίσχυση της συλλογικής αποτρεπτικής ικανότητας της Συμμαχίας σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που χαρακτηρίζεται πλέον ως «(εξαιρετικά) επικίνδυνο και πολωμένο».
Στον πυρήνα των ανησυχιών του Καναδά βρίσκεται η αυξανόμενη αίσθηση εξάρτησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες στον τομέα της εθνικής άμυνας. Όπως τόνισε ο Carney, η χώρα δαπανά ένα υπερβολικά μεγάλο ποσοστό του εξοπλιστικού της προϋπολογισμού στις ΗΠΑ γεγονός που υπονομεύει την επιδίωξη αμυντικής αυτάρκειας και βιομηχανικής κυριαρχίας. Το επιτελείο του εξετάζει ήδη στρατηγικές συνεργασίες με ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες μεταβάλλοντας το δόγμα καναδικής αμυντικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας.