Του Ανδρέα Μήλιου
Η μεταπολιτευτική ελληνική δημοκρατία είναι καχεκτική. Σε σύγκριση με το παρελθόν, έχουν γίνει, αναμφίβολα, σημαντικά βήματα βελτίωσης, αλλά η καχεξία εξακολουθεί να είναι παρούσα σε όλα τα πεδία: στο πολίτευμα και τη διακυβέρνηση, στην οικονομία και στην κοινωνία. Στο πολιτικό πεδίο κυριαρχούν η θεσμική ατροφία, ο διοικητικός ανορθολογισμός, οι δομικές αντιφάσεις, η αδιαφάνεια, η διαφορά, ο αριστερός οπορτουνισμός, ο καιροσκοπικός, γκροτέσκος εθνολαϊκισμός, η δημαγωγία, η πολιτική αμφιθυμία, η αναξιοκρατία και η αδυναμία πολιτικής συναίνεσης και διαλόγου με επιχειρήματα. Η ιδεολογικοπολιτική μας ταυτότητα είναι ουσιαστικά διπολική (αριστερά –δεξιά με κάποιες κεντρώες πινελιές) και εθνικά μονολιθική.
Στο οικονομικό πεδίο επικρατούν η κρατικοδίαιτη και επιδοματική επιχειρηματικότητα, το ασταθές νομοθετικό και επενδυτικό πλαίσιο, η πιστωτική ασφυξία και η χαμηλή παραγωγικότητα. Στον κοινωνικό τομέα, οι δείκτες του κοινωνικού κεφαλαίου (συλλογική συνεργασία, συμβιβασμοί, εθελοντισμός, εμπιστοσύνη, αλληλεγγύη, αξιοποίηση εμπειρογνωμοσύνης, κ.ά.) είναι ασθενικοί και στενάζουν κάτω από τη μυωπική ικανοποίηση του ιδιωτικού συμφέροντος, το αδελφοκτόνο σύνδρομο του Κάιν, την έλλειψη σεβασμού του δημόσιου χώρου, την έλλειψη αποδοχής της αξιοσύνης του άλλου, την περιφρόνηση του δημόσιου συμφέροντος, την ανομία, την έλλειψη παιδείας, τον ανέλεγκτο συναισθηματισμό και τις οθωμανικές πρακτικές. Αποφεύγουμε μόνιμα το ραντεβού με την πραγματικότητα και σερνόμαστε εκ των υστέρων στα ραντεβού με μειωτικούς όρους. Αντιμετωπίζουμε τη ζωή μελοδραματικά με ασύνορο συναισθηματισμό, σε βαθμό που εξουδετερώνουμε τη λογική. Οι Αγγλοσάξωνες χρησιμοποιούν τον όρο drama queen για τα άτομα που επιδεικνύουν τέτοια συμπεριφορά.
Όλα τα παραπάνω αρδεύουν ένα πολιτισμικό έλλειμμα, το οποίο μας καθιστά οπαδούς μιας προβληματικής, βαλκανικής υποκουλτούρας και αισθητικής και δεν μας επιτρέπει να συγχρονίσουμε τον βηματισμό μας με τις προηγμένες κοινωνίες της Δύσης. Ο Σ. Ράμφος εκφράζει γλαφυρά στο έργο του τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας: "Μετεωριζόμαστε μεταξύ Ανατολής και Δύσης και παραδέρνουμε ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη των διαλυτικών πολώσεων, σε ένα περιβάλλον τυπικού επαρχιωτισμού, τρεκλίζουσας υποκειμενικότητας και αχαλίνωτου συναισθηματισμού, με σοβαρό έλλειμμα αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας".
Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε να αγνοούμε το γεγονός ότι το πολίτευμά μας βρίσκεται στα σαράντα καλύτερα του κόσμου. Αυτό δείχνει τις δυνατότητες που έχει αυτή η χώρα αν καταφέρει και αντιμετωπίσει τις βασικές δομικές πολιτικοκοινωνικές και οικονομικές παθογένειές της.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια σημειώθηκε πρόοδος σε αρκετούς τομείς. Η διεθνής εικόνα της Ελλάδας βελτιώθηκε, με αποτέλεσμα να έχει αρχίσει να αναδεικνύεται η χώρα σε επενδυτικό και τουριστικό προορισμό. Μεγάλες πολυεθνικές μεταφέρουν μέρος της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας στη χώρα, νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται στους ανερχόμενους τομείς των νέων τεχνολογιών και της αποθήκευσης και διακίνησης ψηφιακών δεδομένων, αλλά και του διαμετακομιστικού εμπορίου και της παραγωγής και διακίνησης πράσινης ενέργειας. Η αίσθηση της οικονομικής σταθερότητας φαίνεται να αρχίζει να αποκτά υπόσταση και η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα απόκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία θα έχει σωρευτικές θετικές συνέπειες στην οικονομία και στην κοινωνία. Το κράτος πέρασε διστακτικά στο πεδίο του ψηφιακού μετασχηματισμού και κάποιοι θεσμοί και Οργανισμοί εκσυγχρονίζονται, έστω με ρυθμό σαλιγκαριού, η ανεργία μειώθηκε, το brain drain ανακόπηκε, το χρέος μειώθηκε και η οικονομία εμφάνισε εφέτος πρωτογενές πλεόνασμα, μετά από 15 περίπου χρόνια.
Ωστόσο, απομένουν να υλοποιηθούν πολλά ακόμα για να γίνει η χώρα συνταξιδιώτης στο τρένο της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Στα φλέγοντα ζητούμενα επείγουν ο διοικητικός και ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους, ο παραγωγικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας, η ενίσχυση της καινοτομικότητας, η ενδυνάμωση της αξιοκρατίας, ο εξοβελισμός της αδιαφάνειας, η σύλληψη της εισφοροδιαφυγής και η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Δεν είναι δυνατόν να θεωρείται μια χώρα σύγχρονη, όταν, στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, δεν έχει καταφέρει να διασφαλίσει τη συμμετοχή όλων των πολιτών της στην ύψιστη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, την εκλογική διαδικασία, με επιστολική ψήφο, να διαθέτει θέσεις σε βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς για όλα τα παιδιά, να έχει επαρκείς θέσεις σε δημόσια κέντρα αποκατάστασης και οίκους ευγηρίας και να μην έχει επιτύχει να καταστήσει ασφαλές το συγκοινωνιακό της δίκτυο και, ιδίως, το σιδηροδρομικό.
Η πολιτική οφείλει να περιορίσει την ιδεολογικοπολιτική μωροφιλοδοξία του κάθε πικραμένου ή ιδιοσυγκρασιακού εγωπαθούς που επιθυμεί να γίνει αρχηγός κόμματος με μερικές εκατοντάδες ή ελάχιστες χιλιάδες ψήφους, θέτοντας ως όριο εισόδου στη Βουλή το 5%, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Τα κύρια ιδεολογικοπολιτικά συστήματα είναι στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες τέσσερα με πέντε και όχι …36! Οφείλουμε, επιτέλους, να εντάξουμε τη συλλογική πολιτική συνεργασία, τη συναίνεση και τις συγκλίσεις στην κοινωνικοπολιτική μας συμπεριφορά.
Η κοινωνία έχει, επίσης, ανάγκη να εκσυγχρονισθεί. Οφείλει να ενισχύσει τους δείκτες του κοινωνικού κεφαλαίου και το πολιτισμικό έλλειμμα στη συμπεριφορά της και να μην επιτρέπει να αιχμαλωτίζεται η φαντασία της από ασύνορες και έωλες πολιτικές υποσχέσεις.
Και η οικονομία πρέπει να αλλάξει επίπεδο. Οφείλει να γίνει εξωστρεφής, να σταθεί στα δικά της πόδια και να αποκόψει την εξάρτησή της από την αδιαφανή, επιδοματική, κρατικοδίαιτη στήριξη. Να δημιουργήσει καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και να παράγει ποιοτικά, διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες.
Και τώρα τίθεται το ερώτημα, ποιος ιδεολογικός σχηματισμός και ποιος από τους υπάρχοντες πολιτικούς διαχειριστές μπορεί να εγγυηθεί την υλοποίηση όλων αυτών; (Δεν χρησιμοποιώ τη λέξη πολιτικός ηγέτης, διότι κομίζει ιδιαίτερο βάρος, το οποίο σήμερα δεν διαθέτει κανένας πολιτικός στον κόσμο). Μια κυβέρνηση με φιλελεύθερες θέσεις ή μια που θα αποτελείται από τρία ή τέσσερα, αυτοαποκαλούμενα "προοδευτικά", κόμματα με καταβολές και θέσεις αριστερές που φθάνουν μέχρι τις παρυφές της άλλοτε Σοβιετίας. Ένας πολιτικός διαχειριστής που συνομιλεί με τους ηγέτες του κόσμου στη μητρική τους γλώσσα ή κάποιοι που μιλούν "σπαστά" αγγλικά; Ένας πολιτικός που σέβεται το ευρωπαϊκό κατεστημένο ή ένα πολίτ μπιρό που υπόσχεται την καθιέρωση παράλληλων και τοπικών νομισμάτων; Ένας ευρωπαϊστής πολιτικός με αδυναμίες ή ένας μίμος, που έχει κατασκηνώσει στη σκιά του Ανδρέα Παπανδρέου της δεκαετίας του ’80;
Εν κατακλείδι, το διακύβευμα της ψήφου αυτών των εκλογών ενσαρκώνεται στα δύο δίπολα: Πολύφημος ή Τειρεσίας; νηνεμία ή χίμαιρα;
Η ρήση του Αβραάμ Λίνκολν ίσως βοηθήσει ορισμένους να επιλέξουν: "Η ψήφος είναι πιο θανατηφόρα από τη σφαίρα. Με τη σφαίρα μπορείς να σκοτώσεις τον εχθρό σου, αλλά με την ψήφο το μέλλον των παιδιών σου."
* Ο Ανδρέας Μήλιος είναι διδάκτωρ Πολιτειολογίας του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, οικονομολόγος και συγγραφέας.