
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Σε ριζική στροφή της καναδικής δημοσιονομικής πολιτικής προχωρεί η κυβέρνηση του Μαρκ Κάρνεϊ, με την εντολή για μείωση των κρατικών δαπανών κατά 15% έως το 2028 να χαρακτηρίζεται ως «απολύτως εφικτή» από τον Επόπτη Προϋπολογισμού του κοινοβουλίου (Parliamentary Budget Officer – PBO), Υβ Ζιρού (Yves Giroux). Το αίτημα απηύθυνε επίσημα τη Δευτέρα ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών Φρανσουά-Φιλίπ Σαμπάν (François-Philippe Champagne), ζητώντας από τους υπουργούς να επιτύχουν εξοικονομήσεις 7,5% στα προγράμματα των υπουργείων τους ως την άνοιξη του 2026, ποσοστό που θα αυξηθεί σε 10% το 2027 και τελικά σε 15% το 2028.
Σε δηλώσεις του στα καναδικά μέσα ενημέρωσης, ο Ζιρού τόνισε πως η συγκεκριμένη διαδικασία αποτελούσε μονόδρομο, δεδομένων των αυξανόμενων πιέσεων που ασκούνται στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό λόγω της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών, της αβεβαιότητας στο διεθνές εμπόριο αλλά και των δασμών που έχει ήδη εξαγγείλει ο πρόεδρος των ΗΠΑ. Όπως σημείωσε, «ο κόσμος περίμενε ότι θα υπάρξει επανεξέταση των δαπανών».
Το Γραφείο Δημοσιονομικής Ευθύνης (DPB), σε ανάλυσή του από τα μέσα Ιουνίου, είχε ήδη προβλέψει ότι το δημόσιο χρέος του Καναδά θα αυξηθεί, κυρίως λόγω της δέσμευσης του Κάρνεϊ για εκπλήρωση του στόχου του ΝΑΤΟ περί δαπανών 2% του ΑΕΠ έως το 2032-2033 και 5% έως το 2035. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του PBO, αυτό σημαίνει ότι οι ετήσιες στρατιωτικές δαπάνες της χώρας θα υπερδιπλασιαστούν αφού από τα 62,7 δισ. δολάρια θα φτάσουν τα 150 δισ. δολάρια.
Ο Ζιρού υπογράμμισε ότι η απόφαση του Σαμπάν να προχωρήσει σε περικοπές ήταν «αναγκαία», δεδομένου ότι ο αριθμός των ομοσπονδιακών υπαλλήλων αυξήθηκε κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, χωρίς, ωστόσο, να συνεπάγεται πάντα βελτίωση στις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους πολίτες υπογραμμίζοντας ότι «Η αύξηση αυτή δεν μεταφράστηκε πάντοτε σε καλύτερες υπηρεσίες».
Παρά τις διαβεβαιώσεις από το γραφείο του υπουργού Εθνικής Οικονομίας (Εθνικών Εσόδων του Καναδά) ότι η παρούσα άσκηση δεν στοχεύει στη μείωση του ανθρώπινου δυναμικού της δημόσιας διοίκησης, η αντιπολίτευση κατήγγειλε τη γλώσσα της «ανακατανομής» ως ευφημισμό για επικείμενες απολύσεις. «Δεν πρόκειται για δημοσιονομική πειθαρχία αλλά για πρόχειρη λιτότητα», δήλωσε σε επίσημη ανακοίνωση ο εκπρόσωπος του Μπλοκ Κεμπεκουά για οικονομικά θέματα, Ζαν-Ντενί Γκαρόν (Jean-Denis Garon), προσθέτοντας ότι «οι Φιλελεύθεροι προσπαθούν απλώς να μπαλώσουν με πολιτικές ατάκες και προχειρότητα ένα προεκλογικό πρόγραμμα χωρίς κόστος». Ο ίδιος κατηγόρησε την κυβέρνηση Κάρνεϊ ότι έχει ήδη «χάσει τον έλεγχο του δημόσιου ταμείου».
Το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (NDP), από την πλευρά του, καταφέρθηκε με σφοδρότητα κατά της κυβέρνησης, χαρακτηρίζοντας την απόπειρα περικοπών «παραχώρηση σε τακτικές εκβιασμού τύπου Τραμπ» με αντάλλαγμα τη διάλυση βασικών κοινωνικών υπηρεσιών. «Οι Καναδοί αξίζουν κάτι καλύτερο από μία κυβέρνηση που περικόπτει κοινωνικά προγράμματα ενώ παίζει επικοινωνιακά παιχνίδια για να εξευμενίσει έναν εχθρικό Λευκό Οίκο», αναφέρεται μεταξύ άλλων στην ανακοίνωση του κόμματος.
Ερωτήματα, ωστόσο, προκύπτουν για το πώς ακριβώς θα επιτευχθούν οι στόχοι περικοπών, ειδικά δεδομένου ότι κάποια υπουργεία, μεταξύ των οποίων το Δημόσιας Ασφάλειας, το Εξωτερικών και το Εθνικής Αμύνης, θα εξαιρεθούν «σε μεγάλο βαθμό» από την εφαρμογή των μέτρων. Αυτό σημαίνει ότι άλλοι κυβερνητικοί φορείς θα πρέπει να επωμιστούν το βάρος. Σύμφωνα με τον PBO, ένα από τα μέτρα που ενδέχεται να ληφθούν είναι η κατάργηση ή μείωση ορισμένων ομοσπονδιακών προγραμμάτων που «δεν απολαμβάνουν ευρείας αποδοχής ή δεν επιτυγχάνουν τους στόχους τους». Στο στόχαστρο μπορεί επίσης να βρεθούν επιχορηγήσεις προς επιχειρήσεις, κοινοτικές οργανώσεις ή μη κερδοσκοπικές οργανώσεις.
Ο μεγαλύτερος φόβος, πάντως, εκφράζεται από την Ένωση Δημοσίων Υπαλλήλων του Καναδά (Public Service Alliance of Canada), καθώς αυξάνονται οι ανησυχίες ότι οι περικοπές αυτές θα οδηγήσουν σε απολύσεις στον δημόσιο τομέα. Ο ίδιος ο PBO παραδέχεται ότι δύσκολα θα αποφευχθεί η μείωση του αριθμού των εργαζομένων, λέγοντας πως «υπάρχουν πάρα πολλοί περιορισμοί για να μην επηρεαστούν άνθρωποι», αναφερόμενος στην απειλεί θέσεων εργασίας.
Στο πολιτικό πεδίο, ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η παρατήρηση του Ζιρού ότι η διαφορά μεταξύ της κυβέρνησης Τρουντό και αυτής του Κάρνεϊ στο ζήτημα της δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι «σαν τη μέρα με τη νύχτα». Όπως εξηγεί, επί πρωθυπουργίας Τρουντό οι εξαγγελίες περί περικοπών συνήθως δεν υλοποιούνταν, ή παρουσιάζονταν ως νέα μέτρα περικοπές που είχαν ήδη αποφασιστεί. Αντιθέτως, η τωρινή κυβέρνηση επιδεικνύει, κατά τον ίδιο, «σοβαρότητα που δεν έχουμε δει εδώ και πολλά χρόνια», θέτοντας σαφή χρονοδιαγράμματα, ορισμούς και εντολές ακόμα και μέσα στο καλοκαίρι, περίοδο κατά την οποία μεγάλο μέρος του δημόσιου μηχανισμού βρίσκεται σε θερινή άδεια.