CLICK TO VIEW THE WHOLE PUBLICATION ONLINEΣτο πολιτιστικό τοπίο του Τορόντο δεσπόζει φέτος το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Union Film Festival - EUFF), μία διοργάνωση που δεν αρκείται να προβάλλει ταινίες αλλά να διαμορφώνει ρυθμούς και διαθέσεις, μετατρέποντας την πόλη σε προνομιακό σταθμό του φωτεινού, κινηματογραφικού, ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Από τις 13 έως τις 27 Νοεμβρίου, στο Spadina Theatre, ένα επιμελημένο πρόγραμμα το οποίο παρουσιάζει τις φωνές και τις τάσεις, τον Λόγο της Τέχνης και της συνείδησης μίας ολόκληρης ηπείρου, με εκείνη την ήρεμη αυτοπεποίθηση που έχουν οι θεσμοί όταν ξέρουν καλά τον ρόλο τους. Να ανοίγουν ορίζοντες χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Στο επίκεντρο της ελληνόφωνης προσοχής βρίσκονται οι συμμετοχές της Ελλάδας και της Κύπρου, δύο κινηματογραφικά περιβάλλοντα, τα οποία εδώ και χρόνια, δοκιμάζουν και δοκιμάζονται, παρεκκλίνουν κι επιμένουν.
Η Ελλάδα φέτος εκπροσωπείται με το «Brando with a Glass Eye» του Αντώνη Τσώνη, μία ταινία που ακουμπά την περσόνα του «ηρωικού» σύγχρονου υποκειμένου, εξερευνώντας τις λεπτές ρωγμές ανάμεσα στην πράξη και την παράσταση, τη ζωή και το βλέμμα που τη μεταμορφώνει. Χωρίς κραυγές, με ψύχραιμη φόρμα και διαυγή ρυθμό, το φιλμ συνδιαλέγεται με μία διεθνή κινηματογραφική στιγμή η οποία προκρίνει ως πρώτιστο την ενδοσκόπηση έναντι της επιδεικτικής δραματουργίας.
Δίπλα του η κυπριακή συμμετοχή, Σμαράγδα (Smaragda: I Got Thick Skin and I Can’t Jump) του Αιμίλιου Αβραάμ, η οποία προτάσσει μία σχεδόν εξομολογητική σεμνότητα. Είναι το είδος της αφήγησης που δείχνει μικρό σε κλίμακα, μα εγκαθίσταται αθόρυβα εντός του θεατή αφού οι καθημερινές χειρονομίες αποκτούν βάρος κι ένα βλέμμα ή μια παύση φωτίζουν κοινωνικά συμφραζόμενα χωρίς να τα ονομάζουν. Η ταινία, με οικονομία μέσων και καθαρότητα προθέσεων, αρθρώνει έναν τόνο που σπανίζει σήμερα. Ειλικρινή, ανεπίσχετο κι ανθεκτικό.
Πέρα από τις μεμονωμένες επιλογές, το EUFF στο Τορόντο επιτυγχάνει εκείνο που χαρακτηρίζει κάθε γνήσια διοργάνωση υψηλού επιπέδου. Να στήνουν ένα περιβάλλον όπου οι ταινίες συνομιλούν μεταξύ τους και με το κοινό. Παράλληλες συζητήσεις, συναντήσεις δημιουργών και θεατών, οικείες και απρόσμενες ανταλλαγές ιδεών όπου όλα συνθέτουν μία εμπειρία που υπερβαίνει τη σκοτεινή αίθουσα. Κι εν μέσω όλον αυτών, υπάρχει μία χαμηλόφωνη τελετουργία εντός τους. Η αίσθηση του ευρωπαϊκού είναι που δεν διατυμπανίζεται αλλά βιώνεται.
Για την Ελλάδα και την Κύπρο, η παρουσία στο φεστιβάλ λειτουργεί ως απόδειξη του επαναπροσδιορισμού του στις σύγχρονες φωνές τους, συχνά εκτός εμπορικού κεντρικού βάρους, αποκτώντας πρόσβαση σε μία διεθνή ματιά που ακούει υπομονετικά και κρίνει αυστηρά. Η ελληνική παραγωγή εξακολουθεί να επεξεργάζεται, με πειθαρχημένη τόλμη, την κληρονομιά της παράξενης δεκαετίας, η δε κυπριακή, λιγότερο προβεβλημένη αλλά σταθερά προσηλωμένη, καταθέτει ιστορίες που ονομάζουν το τοπικό χωρίς να το φυλακίζουν.
Αν κάτι που διατρέχει τη φετινή διοργάνωση, είναι η αίσθηση ότι ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος παραμένει ένας ζωντανός μηχανισμός αυτοπαρατήρησης. Σε έναν κόσμο που εξαντλείται από τον θόρυβο, οι ταινίες του EUFF δεν φωνάζουν αλλά δίνουν ανάσα για το αύριο. Μιλούν ή εκφράζουν τα υπαρξιακά σύνορα με μέτρο και ακρίβεια και με εκείνη τη λεπτή ειρωνεία που επιτρέπει στη σοβαρότητα να μένει ανθρώπινη.
Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που το Τορόντο στεγάζει και αυτό το φεστιβάλ σαν κάτι περισσότερο από πολιτιστικό συμβάν. Το υποδέχεται σαν μία προσεκτική, συνεπή έκφραση αλήθειας. Η πόλη, με την εγγενή πολυγλωσσία της, αναγνωρίζει στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο το ήθος, την επιμονή στη μορφή, την πίστη στις λεπτομέρειες, την ευγένεια προς τον θεατή που τον θέλει συνομιλητή και όχι πελάτη.
Στο τέλος, μένει η αίσθηση μίας συνάντησης που αξίζει τον χρόνο της όταν υπάρχεις εδώ. Ο Ευρωπαϊκός και Μεσογειακός πολιτισμός εμπνέει τη Βόρεια Αμερική και το EUFF υπενθυμίζει ότι ο κινηματογράφος, όταν δεν βιάζεται να δημιουργήσει μία μονομέρεια καταναλωτική, μπορεί να φανερώσει και να καλλιεργήσει κοινωνία μετατρέποντας την προβολή σε εμπειρία διαλόγου, μνήμης και μέλλοντος. Οι ελληνικές και κυπριακές συμμετοχές το πιστοποιούν με διακριτικότητα και συνέπεια το γεγονός ότι η ουσία βρίσκεται στις αποχρώσεις του φωτός ως ενσυναίσθηση του δημιουργού προς την πολιτεία/κοινωνία, κι εκεί, πράγματι, ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος εξακολουθεί να αριστεύει.















