
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Η συζήτηση που έχει ανοίξει για το μέλλον του Χρηματιστηρίου Αθηνών (Ελληνικά Χρηματιστήρια ΑΕ-ΕΧΑΕ) με την εξαγορά του από τον ευρωπαϊκό κολοσσό Euronext αναδεικνύει με ένταση τον διττό χαρακτήρα των χρηματιστηρίων αφού από τη μία πλευρά είναι οι τεχνικές δομές συναλλαγών και διακανονισμού εισροών κεφαλαίων σε μία αγορά και από την άλλη, τα χρηματιστήρια παραμένουν ως σύμβολα οικονομικής κυριαρχίας και πολιτικής ανεξαρτησίας. Η πρόταση εξαγοράς της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς από τον ευρωπαϊκό κολοσσό Euronext δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός αλλά εντάσσεται σε ένα σχέδιο ενοποίησης που εξελίσσεται εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες και έχει διαμορφώσει το νέο τοπίο των κεφαλαιαγορών της Ευρώπης.
Το τεχνικό πλαίσιο της πρότασης για την ΕΧΑΕ
Η Euronext υπέβαλε επίσημη πρόταση εξαγοράς με τίμημα 6,90 ευρώ ανά μετοχή, αποτιμώντας το σύνολο της εταιρείας στα 400 εκατ. ευρώ. Η διαδικασία προβλέπει, σύμφωνα με τα διασταυρωμένα στοιχεία, διατήρηση της διαπραγμάτευσης των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών κατά το πρώτο στάδιο, αλλά με στόχο την απόκτηση πλειοψηφικού ποσοστού άνω του 50%. Αν η συμμετοχή ξεπεράσει το 90%, τότε μπορεί να ενεργοποιηθεί μηχανισμός squeeze-out, δηλαδή υποχρεωτικής εξαγοράς των υπολοίπων μετοχών. Η συμφωνία αναμένεται να συνοδεύεται από δεσμευτικούς όρους για την τεχνολογική αναβάθμιση σε πλατφόρμα Optiq, τη μεταφορά της εκκαθάρισης και θεματοφυλακής στο Euronext Securities, καθώς και την υιοθέτηση ενοποιημένων προτύπων συμμόρφωσης και διαφάνειας.
Πηγές από το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών και τη διοίκηση της ΕΧΑΕ επιβεβαιώνουν ότι στο τελικό κείμενο της συμφωνίας θα περιλαμβάνονται ρήτρες διατήρησης τοπικής παρουσίας και απασχόλησης, υποχρέωση λειτουργίας γραφείων στην Αθήνα, καθώς και περιοδική διαβούλευση με τις ελληνικές εποπτικές αρχές.
Διεθνή παραδείγματα
Η Euronext έχει ήδη προχωρήσει σε σειρά εξαγορών χρηματιστηρίων όπου η κάθε εξαγορά έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τεχνικούς όρους που καθορίζονται από την εγχώρια οικονομία και τη θέση του κράτους της στο διεθνές στερέωμα.
Στην Ιρλανδία, η εξαγορά του Irish Stock Exchange (ISE) το 2018 συνοδεύτηκε από ρήτρα για διατήρηση του εμπορικού σήματος «Euronext Dublin» και υποχρέωση ενίσχυσης της παρουσίας στο Δουβλίνο επί τουλάχιστον πέντε έτη. Παράλληλα, επιβλήθηκαν όροι για διατήρηση κρίσιμων λειτουργιών εκκαθάρισης εντός Ιρλανδίας. Η συμφωνία προέβλεπε ένταξη των εισηγμένων εταιρειών στο ενιαίο οικοσύστημα κεφαλαιαγορών της Euronext χωρίς, όμως, αυτόματη εξομοίωση των ρυθμιστικών κανόνων.
Στην Ιταλία, το παράδειγμα της Borsa Italiana θεωρείται το πιο χαρακτηριστικό. Η συμφωνία εξαγοράς το 2021 από το Χρηματιστήριο του Μιλάνου υπήρξε προϊόν διαπραγμάτευσης με έντονη πολιτική διάσταση. Το υπουργείο Οικονομικών της Ιταλίας απαίτησε και πέτυχε ειδική συμφωνία (Accordo di Salvaguardia) που προέβλεπε την υποχρεωτική διατήρηση της Borsa Italiana ως αυτόνομη νομική οντότητα, την έδρα των λειτουργιών εκκαθάρισης και διακανονισμού στο Μιλάνο, την παρουσία ιταλικής Διοικητικής Επιτροπής με αυξημένες αρμοδιότητες, τη διατήρηση του εμπορικού σήματος «Borsa Italiana» και του ιστορικού ρόλου της στην εγχώρια αγορά ομολόγων.
Η συμφωνία αυτή αποτέλεσε προηγούμενο, καθώς απέδειξε ότι η Euronext είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί ευρείες δικλείδες προστασίας όταν υπάρχει ισχυρή κυβερνητική βούληση.
Στην Νορβηγία, η εξαγορά του Oslo Børs το 2019 προκάλεσε εντάσεις με το Nasdaq, που είχε καταθέσει ανταγωνιστική πρόταση. Τελικά, η Euronext επικράτησε προσφέροντας 30% premium στους μετόχους και δεσμεύτηκε για τη διατήρηση της τοπικής επωνυμίας και των τεχνικών υποδομών στο Όσλο για τουλάχιστον δέκα χρόνια.
Ποια είναι η ελληνική πρόκληση;
Η περίπτωση του Χρηματιστηρίου Αθηνών διαφέρει σε ένα κρίσιμο σημείο. Η ελληνική αγορά κεφαλαίου έχει σχετικά μικρό μέγεθος σε σχέση με την ιταλική ή τη γαλλική αλλά την ίδια στιγμή κατέχει στρατηγική θέση για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Σύμφωνα με αναλυτές του Bloomberg Intelligence, η ΕΧΑΕ αποτελεί «δυνητική βάση περαιτέρω εξαγορών μικρότερων βαλκανικών χρηματιστηρίων» κάτι που η Euronext βλέπει ως μακροπρόθεσμο στόχο. Γι’ αυτό και το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών επιδιώκει να ενσωματώσει στο συμφωνητικό τρεις βασικούς πυλώνες. Τη διατήρηση γραφείων διοίκησης και κέντρων υποστήριξης στην Αθήνα, ρήτρες προστασίας της ταυτότητας του ελληνικού χρηματιστηρίου και τη δυνατότητα συμμετοχής τοπικών παραγόντων στη χάραξη πολιτικής για τις εισηγμένες εταιρείες.
Παράλληλα, στις διαπραγματεύσεις φέρεται να έχει τεθεί θέμα επαναεπένδυσης μέρους των κερδών στην ελληνική κεφαλαιαγορά και δημιουργίας ψηφιακών υποδομών στην Αθήνα.
Η ευρωπαϊκή διάσταση και οι κίνδυνοι
Η εμπειρία των εξαγορών από την Euronext έχει δείξει ότι ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός είναι σχεδόν βέβαιος. Το σύστημα Optiq έχει καταγράψει σημαντική αύξηση της ταχύτητας εκτέλεσης συναλλαγών, ενώ η συγκέντρωση θεματοφυλακής μέσω του Euronext Securities έχει μειώσει το κόστος και τις καθυστερήσεις. Ωστόσο, το τίμημα αυτής της εξέλιξης είναι η μείωση της αυτονομίας, καθώς το κέντρο λήψης στρατηγικών αποφάσεων μεταφέρεται συνήθως στο Παρίσι και το Άμστερνταμ.
Ορισμένοι Έλληνες θεσμικοί παράγοντες φοβούνται ότι σε μία κρίσιμη στιγμή το ελληνικό χρηματιστήριο μπορεί να υποβαθμιστεί σε περιφερειακό παράρτημα.
Ενδεικτικά, στην Ιρλανδία, αρκετοί αναλυτές υποστήριξαν ότι οι μικρότερες εισηγμένες εταιρείες έχασαν προτεραιότητα πρόσβασης σε επενδυτικά roadshows.
Στην Ιταλία, οι αρχές χρειάστηκε να διαπραγματευτούν διασφαλίσεις ώστε η Borsa Italiana να παραμείνει σημείο αναφοράς για τα ιταλικά κρατικά ομόλογα.
Η πολιτική διάσταση της συμφωνίας
Η πρόταση εξαγοράς έχει ήδη λάβει τη δημόσια στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης. Ο αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης και υπουργός Επικρατείας, Κωστής Χατζηδάκης, χαρακτήρισε το ενδιαφέρον της Euronext «μήνυμα αναβάθμισης και ισχυρής εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία». Στελέχη της αγοράς σχολιάζουν ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να εμφανίσει την εξαγορά ως ψήφο εμπιστοσύνης στην πορεία σταθεροποίησης των τελευταίων ετών. Την ίδια στιγμή, υψηλόβαθμα στελέχη εισηγμένων εταιρειών επισημαίνουν ότι η συζήτηση δεν πρέπει να εξαντλείται στην επικοινωνιακή διαχείριση μόνο αλλά πως καλό θα ήταν η ελληνική κυβέρνηση να εστιάσει στα ειδικά άρθρα και τους τεχνικούς όρους που θα καθορίσουν τη θέση της Αθήνας στον ευρωπαϊκό χάρτη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί, όμως, πως η διεθνής πρακτική δείχνει ότι η ενοποίηση των χρηματιστηρίων, όταν γίνεται με όρους ισορροπίας, μπορεί να ενισχύσει την εξωστρέφεια και τη διαφάνεια. Ωστόσο, κάθε χώρα που διαπραγματεύθηκε την ένταξή της σε όμιλο της Euronext πέτυχε ειδικούς όρους που διαφύλαξαν την αυτονομία σε κρίσιμα πεδία. Το στοίχημα για την Ελλάδα είναι να αξιοποιήσει την τεχνογνωσία και τα κεφάλαια που συνοδεύουν την εξαγορά χωρίς να απωλέσει το δικαίωμα καθορισμού προτεραιοτήτων για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τους επενδυτές και πάνω απ’ όλα να διατηρήσει το δεύτερο σημαντικότερο μέρους των μετοχών της στην ΕΧΑΕ.
Κατά τα φαινόμενα η έκβαση της συμφωνίας θα κριθεί τελικά όχι στο ύψος του τιμήματος αλλά στη λεπτομέρεια των ρητρών που θα καθορίσουν αν το Χρηματιστήριο Αθηνών θα παραμείνει ένας ζωντανός θεσμός της ελληνικής οικονομίας ή αν θα καταλήξει να γίνει ένα περιφερειακό εξάρτημα σε έναν ενιαίο χρηματοοικονομικό μηχανισμό χωρίς εθνική φωνή.