Share
Visit Us
email us
CLICK TO VIEW THE WHOLE PUBLICATION ONLINE

γράφει ο Πλάτων Ρούτης     proutis0107@rogers.com

Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η μετανάστευση των Ελλήνων προς τις ΗΠΑ ήταν η άφιξη στη γη της ευκαιρίας και της επαγγελίας. Εκεί που έλπιζαν να βρουν καλύτερες συνθήκες ζωής και θα μπορούσαν να χτίσουν ένα μέλλον για τα παιδιά τους. Ανάμεσα στον κόσμο που ξεπέζευε στο πολύβουο λιμάνι της Νέας Υόρκης, υπήρξε και ένας Έλληνας από το Ρέθυμνο που έμελλε να γράψει με τραγικό τρόπο (πως αλλιώς;) το όνομά του στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Τον έλεγαν Λούη Τίκα.
Ήταν οι εποχές εκείνες που οι εργάτες στις προηγμένες βιομηχανικές χώρες έκαναν απεργιακούς και συχνά ένοπλους αγώνες για να αντιμετωπίσουν την βία των αφεντικών και των λακέδων τους.   Αγώνες για την απελευθέρωση τους από την δουλεία και την απάνθρωπη μεταχείριση που τους είχαν επιβάλει τα αφεντικά. Τα εργατικά συνδικάτα των ΗΠΑ ωθούμενα από  τις πετυχημένες διεκδικήσεις Καναδών συντρόφων τους αποφάσισαν την έναρξη των απεργιακών κινητοποιήσεων την 1η Μαΐου 1886.


Όπως έχει γραφτεί «ο Τίκας δεν ήταν συνειδητός ριζοσπάστης. Οι ενέργειές του ξεκινούσαν από το παραδοσιακό ελληνικό φιλότιμο. Και ο κόσμος γύρω του είχε ανάγκη από φιλότιμο». Αντιγράφω από την βιογραφία του Τίκα: «Οι Έλληνες του Κολοράντο βρίσκονταν στο έλεος των εταιριών και των αφεντικών. Την εποχή που ο Λούης Τίκας έφτασε στο Ντένβερ, το μεγάλο αφεντικό ήταν ο Λεωνίδας Σκλήρης, από τη Σπάρτη, ένα είδος εργατοπατέρα που έλεγχε τους Έλληνες εργάτες όχι μόνο στο Κολοράντο αλλά στη Γιούτα και τη Νεβάδα. Τους εύρισκε δουλειά στα ορυχεία με συνθήκες μεσαιωνικές και αμοιβές χειρότερες από των άλλων εθνοτήτων.
Οι «Έλληνες του Σκλήρη» εργάζονταν για $1,75 δολάρια την ημέρα ενώ οι Γερμανοί και οι Ουαλοί έπαιρναν $2,50. Η κατάσταση στα ορυχεία ήταν όντως μεσαιωνική. Από το 1910 ως το 1913, 618 ανθρακωρύχοι είχαν χάσει τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα. Τα ημερομίσθια ήταν τόσο χαμηλά ώστε πολλές οικογένειες ικανοποιούνταν με τις «αποζημιώσεις θανάτου» που έφταναν τα εφτακόσια δολάρια (χώρια το φέρετρο των είκοσι δολαρίων). Εκεί δούλευαν 350 περίπου Έλληνες. Η δουλειά τους ήταν πολύ σκληρή, με αποτέλεσμα σε δυο χρόνια να υπάρχουν 13 θάνατοι Ελλήνων και πολλοί τραυματισμοί.
Στα ορυχεία γινόταν μεγάλη εκμετάλλευση και στην οικογενειακή ζωή των εργατών από τις εταιρίες.  Σπίτια και καταστήματα ανήκαν στην εταιρία των ορυχείων, η οποία κοστολογούσε τη χρήση και τα ψώνια 25 % ακριβότερα από την ελεύθερη αγορά. Επιλογή άλλη δεν υπήρχε, αφού οι εργάτες ήταν υποχρεωμένοι να κατοικούν και να ψωνίζουν από την εταιρία, η οποία τους πλήρωνε σε κουπόνια ανταλλάξιμα μόνο στα ταμεία των δικών της καταστημάτων».
Μέσα σε όλο αυτό το μαύρο σκηνικό, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που τόλμησαν να αντισταθούν στην εργοδοτική αυθαιρεσία. Ένας από αυτούς ήταν και ο Έλληνας Λούης Τίκας ο οποίος από τη φρικτή δολοφονία του μέχρι και τις ημέρες μας αποτελεί σημείο αναφοράς για το αμερικάνικο συνδικαλιστικό κίνημα!!!.
Ποια είναι η ιστορία του Έλληνα που άφησε το δικό του σημάδι στους νέους και σκληρούς εργατικούς αγώνες.
Ο Ηλίας Σπαντιδάκης γεννήθηκε στα Λουτρά Ρέθυμνου το 1884. Ήταν παιδί μιας φτωχής οικογένειας που γνώρισε τη φτώχια και την ανέχεια στην καθημερινή του μάχη για ένα πιάτο φαγητό.
Ο νεαρός Ηλίας αποφάσισε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ προκειμένου να βρει ένα καλύτερο μέλλον. Λίγο πριν φύγει για το μεγάλο του υπερατλαντικό ταξίδι φόρεσε την παραδοσιακή κρητική στολή, έβγαλε μια φωτογραφία και την άφησε ενθύμιο στους γονείς τους. Τα 18 του γενέθλια τα γιόρτασε μέσα στο πλοίο της μεγάλης φυγής προς τη γη της επαγγελίας.
Σχεδόν αμέσως με το που έφτασε το πλοίο στη Νέα Υόρκη ο Σπαντιδάκης φεύγει για το Κολοράντο όπου πιάνει δουλειά στη χαλυβουργία του Πουέμπλο (σε μια περιοχή κοντά στο Ντένβερ όπου και έμενε). Τέσσερα χρόνια μετά, το 1910, ο νεαρός κρητικός ορκίζεται Αμερικανός πολίτης, αλλάζει το όνομά του σε Λούης Τίκας και λίγο αργότερα ανοίγει ένα καφενείο στην οδό Μάρκετ. Εκείνη την περίοδο στο Ντένβερ υπήρχε μια μικρή ελληνική κοινότητα που αριθμούσε 240 μέλη.


Ο Λούης Τίκας είχε ξεχωρίσει. Έμαθε γρήγορα αγγλικά και έτσι μπορούσε να βοηθάει τους συμπατριώτες σε διάφορες συναλλαγές αλλά και επαφές με το κράτος, ενώ και ο ίδιος είχε υιοθετήσει ένα διαφορετικό στυλ. Ντυνόταν κομψά ενώ είχε κόψει και το μουστάκι του, πράγμα σπάνιο για Έλληνα και μάλιστα Κρητικό!
Απέναντι απ’ το καφενείο που είχε ανοίξει ο Τίκας στο Ντένβερ, βρίσκονταν τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης του Συνδικάτου των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Wobblies). Τα όσα έβλεπε και ζούσε ο Λούης Τίκας τον έκαναν να ριζοσπαστικοποιηθεί και να αποκτήσει μια «διπλή ζωή». Από τη μια, ένας άνθρωπος που ήθελε να αφομοιωθεί πλήρως  στον αμερικάνικο τρόπο ζωής και από την άλλη ένας ενεργός πολίτης που δεν άντεχε άλλο την εργοδοτική τρομοκρατία και αντέδρασε.
Την ίδια εποχή σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, ήρθε σε επαφή με το συνδικάτο Wobblies και το Αμερικανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, οργάνωσε μια κινητοποίηση ενός συνδικάτου λούστρων που το 1910 έκαναν απεργία ζητώντας αύξηση 100% (από πέντε σε δέκα σέντς) αλλά παράλληλα, έκανε και αίτηση, ώστε να προσληφθεί στην τοπική αστυνομία. Η φήμη του, ωστόσο, προηγούταν και έτσι η αίτηση απορρίφθηκε εξαιτίας της εμπλοκής του με τους Wobblies!
Την εποχή εκείνη ο πανίσχυρος Ροκφέλερ είχε των έλεγχο πολλών ορυχείων άνθρακα στις περιοχές του Νότου.  Τα ορυχεία είχαν τις δικές τους ένοπλες ομάδες για την υποστήριξη των συμφερόντων των αφεντικών. Επικρατούσε ο νόμος των πλουσίων της περιοχής και οποιαδήποτε κίνηση απειθαρχίας στα συμφέροντα της εργοδοσίας σήμαινε λιντσάρισμα, βασανιστήρια κάθε είδους, μέχρι και δολοφονίες.
Την ίδια εποχή αρχίζουν οι άγριες απεργιακές κινητοποιήσεις των εργατών των ορυχείων και έκαναν και την εμφάνιση τους και οι πρώτες ομάδες ενόπλων απεργών στο Κολοράντο.


Το 1912, ενώ ξεσπούσε ο πόλεμος στα Βαλκάνια, ο Λούης Τίκας, ανεξήγητα, εγκατέλειψε το καφενείο και πήγε να δουλέψει στα Ορυχεία. Λέγετε πως ο Τίκας δεν άντεξε να βλέπει την αδικία γύρω του και έτσι πήγε να δουλέψει στα ορυχεία με μοναδικό σκοπό να οργανώσει απεργίες και συγκρούσεις με κράτος και αφεντικά.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το Νοέμβριο του 1912 βρισκόταν στα ορυχεία του Φρέντερικ στο Κολοράντο, επικεφαλής των 63 Ελλήνων που κατέβηκαν σε απεργία. Οι απεργίες ήταν άγριες και διαρκώς υπήρχαν συλλήψεις, συγκρούσεις ακόμα και νεκροί. Ο Τίκας εκείνη την περίοδο είχε περάσει σχεδόν απ’ όλα τα ορυχεία του Νότιου Κολοράντο και οργάνωνε εξεγέρσεις και απεργίες. Η έντονη δράση του, του «έδωσε» τα παρατσούκλια «Louis the Greek» και «Leo the Cretan»!

Οι απεργοί του Λάντλοου Landlow.
Τελευταίος σταθμός της συνδικαλιστικής του δράσης αλλά και της ζωής του το Λάντλοου. Εκεί, στις 23 Σεπτεμβρίου του 1913 ξεκίνησε μια σκληρή απεργία η οποία οδήγησε σε μια – δίχως προηγούμενο – σφαγή των απεργών! Οι συνδικαλιστές ζητούσαν συστήματα ασφαλείας για τους εργαζόμενους, υψηλότερους μισθούς, αναγνώριση του συνδικάτου, οκτάωρο και το δικαίωμα να ζουν έξω από τους οικισμούς των εταιρειών, να πηγαίνουν σε όποιον γιατρό επιθυμούσαν και όχι στους γιατρούς της εταιρίας!
Εκείνο τον Σεπτέμβρη σχεδόν 13.000 εργάτες και οι οικογένειες τους άφησαν τα χαμόσπιτα του οικισμού και έστησαν σκηνές όπου εγκαταστάθηκαν έξω από την πύλη του εργοστασίου και οργανώθηκαν με όποιο τρόπο μπορούσαν. Στην αντίπερα όχθη, οι ιδιοκτήτες των ορυχείων, σημαντικότερος εκ των οποίων ο πανίσχυρος Τζον Ντ. Ροκφέλερ (αφεντικό της Colorado Fuel and Iron), που επεδίωκαν να συνεχιστούν οι μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας.
Εθνοφύλακες και απεργοσπάστες στοχεύουν προς τον καταυλισμό των ανθρακωρύχων
Η πανίσχυρη οικογένεια Ροκφέλερ ήταν αυτή που προσέλαβε το Πρακτορείο Ντετέκτιβ «Μπάλντουιν-Φελτς», προκειμένου να κάνει τη «βρώμικη» δουλειά και να τρομοκρατήσει τους απεργούς και τη συνδικαλιστική τους ηγεσία. Το Πρακτορείο είχε φήμη σ’ όλη την Αμερική για την αποτελεσματικότητά του στην καταστολή απεργιών. Προμήθευσε την εργοδοσία με οπλισμένους φρουρούς, ελεύθερους σκοπευτές, πράκτορες, επαγγελματίες προβοκάτορες, ακόμη μ’ ένα τεθωρακισμένο όχημα με πολυβόλο!
Η σφαγή του Λάντλοου και το φρικτό τέλος του Τίκα
Η απεργία ήταν πολύμηνη και ιδιαίτερα σκληρή και αιματηρή με αρκετούς εργάτες να χάνουν τη ζωή τους στις σχεδόν καθημερινές συγκρούσεις. Η ώρα της κρίσης, ωστόσο, έφτασε το πρωινό της 20ης Απριλίου 1914 όταν οι εθνοφρουροί σε συνεργασία με τους απεργοσπάστες- προβοκάτορες της «Μπάλντουιν-Φελτς» άνοιξαν πυρ, την ώρα που η ελληνική κοινότητα των ανθρακωρύχων γιόρταζε το Πάσχα με τον πατροπαράδοτο τρόπο (ήταν Δευτέρα του Πάσχα). Οι απεργοί ανταπέδωσαν το πυρ και η μάχη διήρκεσε επί ώρες.


Ο Λούης Τίκας, επικεφαλής της κατασκήνωσης μαζί με τον Τζον Λώζον, ζήτησε αργά το απόγευμα εκεχειρία και συναντήθηκε με τον επικεφαλής της Εθνοφρουράς  υπολοχαγό Λίντερφελντ. Ενώ συζητούσε την εκεχειρία και στις διαπραγματεύσεις, ο υπολοχαγός χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου τον Τίκα και τον έριξε στο έδαφος. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες τον χτύπησε τόσο δυνατά που ο υποκόπανος έσπασε στα δυο ενώ και το κεφάλι του Τίκα σχεδόν πολτοποιήθηκε. Την ίδια στιγμή εθνοφρουροί πυροβόλησαν τον ξαπλωμένο στο έδαφος Έλληνα και τον αποτελείωσαν. Δυο σφαίρες τον βρίσκουν στην πλάτη και μια στο κεφάλι.

Ο Λούης Τίκας νεκρός
Η είδηση της δολοφονίας του Λούη Τίκα «ταξιδεύει» με την ταχύτητα της αστραπής και οι ανθρακωρύχοι ξεσηκώνονται. Ακολουθούν σφοδρές μάχες που είχαν σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν 17 εργάτες στο Λάντλοου.
Την ίδια ώρα οπλισμένοι εργάτες από άλλα ανθρακωρυχεία συγκρούστηκαν με την εθνοφρουρά του Κολοράντο. Ομάδες απεργών δυναμίτισαν ανθρακωρυχεία και κατέλαβαν πόλεις του Κολοράντο. Στο Κογκρέσο, ο σοσιαλιστής βουλευτής του Ουισκόνσιν Βίκτωρ Μπέργκερ ζήτησε απ’ τους εργαζομένους να πάρουν τα όπλα για να υπερασπισθούν τους εαυτούς τους. Δεκάδες άνθρωποι, ανάμεσα στους οποίους γυναίκες και παιδιά, σκοτώθηκαν. Ο ομοσπονδιακός απολογισμός αναφέρει πως οι νεκροί προσέγγισαν τους 70!
Έπειτα από 10 μέρες συγκρούσεων, ο κυβερνήτης του Κολοράντο, Ιλάιας Άμονς, ζήτησε την συνδρομή του Προέδρου Γούντροου Ουίλσον ο οποίος έστειλε στη περιοχή τον ομοσπονδιακό στρατό που αφόπλισε τους απεργούς, που αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα ανθρακωρυχεία χωρίς να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους.
Η σφαγή του Λάντλοου ξεχάστηκε γρήγορα. Βόλευε τόσο το κράτος όσο και τους ιδιοκτήτες των ορυχείων. Στους κόλπους των συνδικαλιστών στις ΗΠΑ, ωστόσο, το τι έγινε τότε αλλά και η δράση του Τίκα ουδέποτε πέρασαν στη λήθη.
Το 1944 ο τραγουδιστής Woody Guthrie έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60. Έπειτα ο ποιητής Ντέιβιντ Μέισον έγραψε ένα ποιητικό μυθιστόρημα 4.800 στίχων με τίτλο: «Ποιος ήταν ο Λούης Τίκας».

Μνημείο στη μνήμη του Λούη Τίκα στο Ρέθυμνο

Posted 
May 5, 2023
 in 
Απόψεις
 category

Join Our Newsletter and Get the Latest
Posts to Your Inbox

No spam ever. Read our Privacy Policy
Thank you! Your submission has been received!
Oops! Something went wrong while submitting the form.