Share
Visit Us
email us
CLICK TO VIEW THE WHOLE PUBLICATION ONLINE

γράφει ο Πλάτων Ρούτης
proutis0107@rogers.com

Η γνωριμία μου με τον Πέτρο έγινε αρχικά μέσω τηλεφώνου. Βρήκα το μήνυμα του που μου έλεγε: Έλα, είμαι ο Πέτρος και θέλω να σου μιλήσω και μου αφήνει το αριθμό του τηλεφώνου του. Δέχτηκα με χαρά αυτό το τηλεφώνημα και συναντηθήκαμε σε ένα καφενείο. Μου εξήγησε τον σκοπό του τηλεφωνήματος του και ότι είχε διαβάσει τις ιστορίες άλλων ανθρώπων και ήθελε να μου πει και την δικιά του. Έχω περάσει τα ογδόντα μου λέει και θα ήθελα να αφήσω στα εγγόνια μου εδώ και στην Ελλάδα την ιστορία από την ζωή μου. Θα σου πω εσένα ότι θυμάμαι και εσύ τα βάζεις στο χαρτί. Πέτρο του λέω θέλω να έχουμε μία όμορφη και χαλαρή κουβέντα, εσύ θα μου πεις αυτά που θα ήθελες να βάλεις στο χαρτί και θα τα γράψω εγώ.
Τον άκουσα με προσοχή και τον ρώτησα πως ξεκίνησε από τον τόπο που μεγάλωσε και έφτασε μέχρι εδώ στον Καναδά.  Όπως συνήθως κάνουμε, σε αυτή την κουβέντα, συνεχίζουμε να ανακαλύπτουμε ένα μέρος της ζωής του και ανιχνεύουμε την ψυχή του και τις εμπειρίες του με τα δικά του λόγια που έχει σαν στόχο να μας περπατήσει μέσα από τα μονοπάτια της δικής του ζωής.  Όλοι μας έχουμε να μάθουμε από αυτά που έχει να μας πει αυτός ο σύγχρονος Οδυσσέας που στην απόφαση του να αφήσει την πατρίδα και να καταλήξει εδώ αλλά και ο αγώνας του σε αυτή τη χώρα έχει αφήσει τα αποτυπώματα του. Τα λόγια του είναι ατόφια δικά του και να μην κριθεί για το λογοτεχνικό του στυλ, άλλωστε αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η ιστορία που γράφει επάνω στη γη, αυτός ο απλός Έλληνας του Τορόντο.  

Πέτρο, για πες μου πως ξεκίνησες ή μάλλον που γεννήθηκες;


Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πολύγυρο της Μακεδονίας μέχρι πέντε ετών. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου ήρθαμε στην Αθήνα και μείναμε στο Νέο Ψυχικό σε μία θεία μου. Εκεί στο ίδιο σπίτι μεγαλώσαμε με τον αδελφό μου, την μητέρα μου και την αδελφή της.  
Τα παιδικά σου χρόνια πως τα πέρασες;
Θέλω να σου πω κάτι, να μην ακούς Ψυχικό με τις βίλες και τους λεφτάδες και τα Βασιλικά ανάκτορα,  αυτό είναι το Παλιό Ψυχικό. Εμείς στο Νέο Ψυχικό σκέτο, ζούσαμε φτωχικά στα δύσκολα χρόνια που περάσαμε. Πιτσιρικάδες πηγαίναμε σε άδεια οικόπεδα και κάναμε αυτό που έκαναν όλοι τότε, παίζαμε ποδόσφαιρο, μακριά γαϊδούρα, παλεύαμε και ότι άλλη ζαβολιά ήθελες. Όταν γυρνούσαμε στο σπίτι ειδικά με αίματα και πρησμένα κεφάλια, τρώγαμε και ένα βρομόξυλο από την μητέρα.
Τελείωσα το δημοτικό σχολείο αλλά στο γυμνάσιο δεν τα πήγα καλά.  Βλέπεις ήταν άλλα τα χρόνια εκείνα. Η φτώχια και η μάνα που δούλευε υπηρεσία στα σπίτια πλουσίων γύριζε στο σπίτι κουρασμένη να μας φτιάξει κάτι να φάμε και την έπαιρνε ο ύπνος στα πόδια της όρθια.
Ο αδελφός μου ο Σωτήρης δύο χρόνια μεγαλύτερος μου, είχε βγάλει το δημοτικό σχολείο και βοηθούσε τον μπακάλη της γειτονιάς.   Δεν ξέρω πόσα λεφτά έπαιρνε από αυτή τη δουλειά αλλά ερχόταν στο σπίτι με τρόφιμα και καραμέλες και σοκολάτες.
Με το ζόρι πέρασα την πρώτη γυμνασίου και δεν τα πήγα καλά στην δεύτερη και έμεινα στην ίδια τάξη.  Όταν η μητέρα μου πήγε και βρήκε τον δάσκαλο μου στο γυμνάσιο αυτός της είπε κυρά μου στείλε τον καλυτέρα να μάθει μία τέχνη γιατί δεν τα παίρνει τα γράμματα. Να μη τα πολυλογώ σταμάτησα το γυμνάσιο και έψαχνα για δουλειά.
Γράφτηκα σε μία τεχνική σχολή και σχεδόν το καλοκαίρι βρήκα δουλειά για πρώτη φορά σε ένα μηχανουργείο στη Λεωφόρο Αθηνών. Πέρασαν τέσσερα χρόνια στο σχολείο και στην ίδια δουλειά στου Χελιώτη το μηχανουργείο.  Είχα τώρα γίνει ένας καλός μαστοράκος. Έβγαζα ένα μεροκάματο και εγώ και ο αδελφός μου βοηθούσαμε το σπίτι. Είπαμε στην μάνα να σταματήσει τη δουλεία και εμείς αναλάβαμε το σπίτι και όλα τα έξοδα.
Κάτι όμως δεν μου πήγαινε καλά, ήμουν ανήσυχος ήθελα κάτι άλλο και το έψαχνα. Το περιβάλλον στένευε ασφυκτικά και με έπνιγε. Αποφάσισα να φύγω να πάω στα καράβια. Η μητέρα μόλις το άκουσε έβαλε τα κλάματα με παρακαλούσε να μείνω στην Ελλάδα. Να μείνεις εδώ να βρεις ένα καλό κορίτσι και να παντρευτείς για να χαρώ και εγώ τα εγγόνια μου. Η θάλασσα έχει αφήσει ορφανά πολλά σπίτια μου έλεγε. Όσο όμως και να αγαπούσα την μητέρα μου η ζωή μου φαίνονταν ασφυκτική. Ακούγαμε τότε για Αμερική και βλέπαμε και τις ταινίες τις Αμερικάνικες και όλο το μυαλό έπαιρνε αέρα, ήθελα οπωσδήποτε να φύγω. Το νεανικό μυαλό μου έφερνε εικόνες από διάφορες πολιτείες, σκεφτόμουν ότι θα κερδίσω πολλά λεφτά και ότι θα γυρίσω πίσω στην Ελλάδα και δεν θα έχω ανάγκη, τότε θα ζω πλούσια.

Όσο καιρό ο Πέτρος έλεγε αυτά είχε πάρει άλλη όψη το πρόσωπο του και σαν βρέθηκε στην πραγματικότητα μου λέει:


Τότε έτσι σκεφτόμασταν ότι θα μπορούσαμε να κατακτήσουμε τα πάντα. Ίσως είναι η νεανική ορμή και η αποφασιστικότητα να δημιουργήσουμε του λέω. Αλλά συνέχισε αυτό που μου έλεγες έφυγες για τα καράβια; Τον ρωτώ.
Πήγα και έβγαλα ναυτικό φυλλάδιο και άρχισα να ψάχνω για δουλειά σε διάφορε ναυτιλιακές εταιρείες στον Πειραιά. Στα γραφεία του Λιβανού μου είπαν ότι ετοιμάζουν πλήρωμα για ένα από τα γκαζάδικα και μου πήραν το όνομα να με ειδοποιήσουν. Πήγα στο σπίτι και το μίλησα με την μητέρα μου. Πάλι κλάματα, πάλι παρακάλια να μη φύγω. Της υποσχέθηκα θα είναι μόνο για δύο χρόνια και μετά θα γυρίσω πίσω. Δεν ξέρω αν καθησύχασα την μάνα μου, αλλά σκέφτηκα ότι την μάνα δεν μπορείς να την ξεγελάσεις.

Τι έγινε λοιπόν, τήρησες την υπόσχεσή σου;


Τι να σου πω ρε φίλε μου λέει, η ζωή δεν σου τα φέρνει πάντοτε όπως εσύ τα θέλεις.
Με ειδοποίησαν από τα γραφεία της εταιρείας και μου έδωσαν το εισιτήριο για να πάω αεροπορικός στο Κάïρο της Αιγύπτου και από εκεί θα με οδηγούσε ο ατζέντης της εταιρείας να πάρω το καράβι από το Πορτ Σάϊντ. Φτάνοντας στο Κάϊρο με βρήκε ο πράκτορας της εταιρείας και οι δύο μαζί ξεκινήσαμε για το κανάλι του Σουέζ που ήταν και η πόλη του  Πορτ Σάϊντ. Περνούσαμε από κάτι αμμόλοφους και έβλεπα τις καμήλες με τους καμηλιέρηδες και ήταν κάτι διαφορετικό.  Βρισκόμουν σε άλλο κόσμο και τον θαύμαζα με μία παράξενη αίσθηση που μου έλεγε ότι καλά έκανα και έφυγα για να πάρω καινούργιες εμπειρίες και να δω και  άλλα μέρη. .
Φτάνοντας στο κανάλι του Σουέζ είδα το τεράστιο 75 χιλιάδες τόνους πετρελαιοφόρο ATHINA. Είχε το όνομα της κόρης του Λιβανού. Περάσαμε από κάτι διαδικασίες και ανεβήκαμε την σκάλα για να πάμε στο κατάστρωμα του γιγάντιου πετρελαιοφόρου. Πρώτη φορά πατούσα το πόδι μου σε ένα τόσο μεγάλο καράβι. Το κατάστρωμα του ήταν σαν πολλά γήπεδα ποδοσφαίρου που επάνω του περνούσαν πολλές σωλήνες.

Φοβήθηκες; Τον ρωτώ….


Όχι μου λέει δεν φοβήθηκα αλλά είχα ένα παράξενο συναίσθημα από ότι θυμάμαι τώρα, μη ξεχνάς έχουν περάσει και τόσα χρόνια….
Με τον πράκτορα της εταιρείας μπροστά και εγώ ακολουθώντας ανεβήκαμε στο γραφείο του γραμματικού, έτσι έλεγαν τον υποπλοίαρχο.  Του έδωσα τα χαρτιά και το φυλλάδιο μου και εκείνος με πήγε στον δεύτερο μηχανικό. Η δουλειά μου ήταν λαδάς και θα έκανα την βάρδια με τον τρίτο μηχανικό.
Εδώ θα διακόψουμε την αφήγηση του Πέτρου λόγω έλλειψης χώρου και θα την συνεχίσουμε την επόμενη εβδομάδα.
Όσοι επιθυμούν να διαβαστεί η ιστορία τους θέλω να τους ενθαρρύνω να έρθουν σε επαφή και να μιλήσουν μαζί μου. Το email μου είναι στην αρχή της ιστορίας. Μήνυμα στο 416 518-0616 Plato Routis.

Posted 
May 12, 2023
 in 
Απόψεις
 category

Join Our Newsletter and Get the Latest
Posts to Your Inbox

No spam ever. Read our Privacy Policy
Thank you! Your submission has been received!
Oops! Something went wrong while submitting the form.