
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Το νέο μέτρο μείωσης της φορολογίας των μεσαίων εισοδημάτων στον Καναδά συνιστά μια στρατηγική πολιτική κίνηση με έντονες οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Η καναδική κυβέρνηση επέλεξε να ανακοινώσει την έναρξη ισχύος της φορολογικής ελάφρυνσης αφού το κόστος ζωής και η περιορισμένη καταναλωτική εμπιστοσύνη καθώς οι Καναδοί αντιμετωπίζουν διαρκείς προκλήσεις από την παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα και τον επίμονο πληθωρισμό.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών και της Καναδικής Υπηρεσίας Εσόδων (Canada Revenue Agency - CRA), η φορολογική μεταρρύθμιση προβλέπει μείωση του χαμηλότερου φορολογικού συντελεστή κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Ειδικότερα, για το φορολογικό έτος 2025, ο συντελεστής θα καθοριστεί στο 14,5%, ενώ από το 2026 και εξής θα διαμορφωθεί στο 14%. Η απόφαση αυτή μεταφράζεται σε ετήσια εξοικονόμηση έως και 840 δολάρια για μία οικογένεια δύο εργαζομένων ενώ εκτιμάται ότι θα ευνοήσει συνολικά 22 εκατομμύρια (το 55%) των καναδών φορολογουμένων. Το μεγαλύτερο μέρος της ελάφρυνσης θα κατευθυνθεί σε όσους ανήκουν στα δύο χαμηλότερα φορολογικά κλιμάκια. Δηλαδή, σε πολίτες με εισόδημα κάτω από 114.750 δολάρια ετησίως, με περίπου το ήμισυ της ελάφρυνσης να ωφελεί άμεσα τους φορολογουμένους με εισοδήματα μέχρι 57.375 δολάρια.
Η φορολογική αυτή κίνηση, την οποία ο ίδιος ο Carney περιέγραψε ως «εντολή αλλαγής» και «μέτρο δικαιοσύνης για την οικονομία» έρχεται σε μια περίοδο όπου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δέχεται πιέσεις να εξασφαλίσει μεγαλύτερη στήριξη στα νοικοκυριά μεσαίου εισοδήματος, ενόψει της επιβράδυνσης της ανάπτυξης και της επίμονης ανησυχίας για την ακρίβεια. Όπως τόνισε ο υπουργός Οικονομικών και Εθνικών Εσόδων, François-Philippe Champagne, η φορολογική ελάφρυνση αποσκοπεί στη στήριξη της οικονομικής ασφάλειας των οικογενειών και στην ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης σε συνθήκες παγκόσμιας αναταραχής. Ο Champagne χαρακτήρισε το μέτρο «θέμα δικαιοσύνης και σταθερότητας» και υποστήριξε ότι θα αποτελέσει θεμέλιο για την οικοδόμηση «ενός ισχυρότερου οικονομικού μοντέλου που να ωφελεί κάθε πολίτη».
Στο πρακτικό σκέλος, η Canada Revenue Agency ενημέρωσε ήδη τους πίνακες παρακράτησης φόρου για το διάστημα Ιουλίου-Δεκεμβρίου 2025, έτσι ώστε από την 1η Ιουλίου οι εργοδότες να μπορούν να μειώσουν τις παρακρατήσεις στα νέα επίπεδα του 14%. Όσοι εργαζόμενοι δεν δουν αμέσως τις αλλαγές στις αποδοχές τους, θα εισπράξουν το σύνολο της ελάφρυνσης κατά την υποβολή των δηλώσεων το 2026.
Το πολιτικό διακύβευμα είναι σημαντικό, καθώς, η κίνηση αυτή επιχειρεί να ενισχύσει το αφήγημα της κυβέρνησης Carney ότι είναι αποφασισμένη να αποκαταστήσει το αίσθημα οικονομικής ασφάλειας, την ώρα που οι συντηρητικές φωνές, με προεξάρχοντα τον ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Andrew Scheer, καταγγέλλουν «προεκλογικές παροχές» που ενδέχεται να επιβαρύνουν τα δημοσιονομικά περιθώρια. Αναλυτές επισημαίνουν ότι η μείωση του φόρου ενδέχεται να έχει περιορισμένο άμεσο αντίκτυπο στον πληθωρισμό ωστόσο στοχεύει περισσότερο στη διαχείριση της κοινωνικής δυσαρέσκειας και στη διατήρηση της κυβερνητικής πρωτοβουλίας, εν όψει μίας ενδεχόμενης κι επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης.
Παράλληλα, ο Καναδάς επιχειρεί να διαφοροποιήσει το οικονομικό του αφήγημα παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως «τη σταθερότερη οικονομία της G7», την ώρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωζώνη δοκιμάζονται από επιτόκια, γεωπολιτική ένταση και χαμηλή ανάπτυξη. Το μέτρο εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικών που, σύμφωνα πάντα με την κυβέρνηση, περιλαμβάνουν τη μείωση του κόστους ζωής, την ασφάλεια των κοινοτήτων και τη στήριξη της διαφοροποίησης του εμπορίου. Όπως ανέφερε ο Carney, «στόχος είναι να οικοδομηθεί μία ενιαία καναδική οικονομία που θα αποτελεί το πρότυπο ανθεκτικότητας στον ανεπτυγμένο κόσμο».
Σύμφωνα με εκτιμήσεις οικονομολόγων, οι συνέπειες της μείωσης του φόρου αναμένεται να αποτυπωθούν σε ένα μείγμα βραχυπρόθεσμης αύξησης κατανάλωσης και περιορισμένης δημοσιονομικής απώλειας εσόδων, καθώς το μέτρο είναι σχετικά στοχευμένο σε χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζουν οι ίδιοι αναλυτές, η διατήρηση δημοσιονομικής ευστάθειας θα εξαρτηθεί από τη συνολική δυναμική των φορολογικών εισπράξεων, την πορεία της αγοράς εργασίας και τις επενδύσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως η στέγαση και η πράσινη μετάβαση.