Share
Visit Us
email us
CLICK TO VIEW THE WHOLE PUBLICATION ONLINE

Η αποχώρηση Τρουντό και η εύθραυστη μετάβαση στην εποχή Κάρνεϊ

Η αποχώρηση του Τζάστιν Τρουντό από την πρωθυπουργία στην αρχή του 2025 δεν ήταν απλώς η φυσική φθορά μιας σχεδόν δεκαετούς διακυβέρνησης. Ήταν η κατάληξη μίας πολιτικής εξάντλησης που είχε αρχίσει να γίνεται ορατή πολύ πριν καταγραφεί δημοσκοπικά. Η πίεση από το κόστος ζωής, η στεγαστική κρίση και η αίσθηση ότι η φιλελεύθερη πολιτική πρόταση είχε χάσει τη δυναμική της, οδήγησαν σε μία αποχώρηση που παρουσιάστηκε ως συνειδητή επιλογή αλλά έφερε όλα τα χαρακτηριστικά μίας αναγκαστικής μετάβασης.

Η ανάδειξη του Μαρκ Κάρνεϊ στην πρωθυπουργία σηματοδότησε μία στροφή όχι μόνο προσώπων αλλά και πολιτικής αισθητικής. Ένας τεχνοκράτης χωρίς κοινοβουλευτική προϊστορία κλήθηκε να σταθεροποιήσει ένα κόμμα και μια χώρα εν μέσω εξωτερικών πιέσεων και εσωτερικής δυσπιστίας. Η επιλογή του δεν ήταν προϊόν λαϊκής απαίτησης αλλά ανάγκης θεσμικής αξιοπιστίας. Ο Κάρνεϊ ως πρώην διοικητής κεντρικών τραπεζών δεν ήρθε να εμπνεύσει αλλά ήρθε να πείσει ότι το σημερινό κράτος μπορεί να εξακολουθεί να λειτουργεί και να είναι παρών.

Η μετάβαση, ωστόσο, άφησε ανοιχτά ερωτήματα για την ευρύτερη συνοχή του πολιτικού συστήματος. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, ο Καναδάς βρέθηκε να αλλάζει ηγεσία όχι μέσα από εκλογική ανανέωση αλλά μέσα από μία εσωκομματική διαχείριση κρίσης και μίας πρώτης πρωθυπουργικής δυναστείας που κατεγράφη στην πολιτική ιστορία του Καναδά. Αυτά και μόνο αποτέλεσαν πολιτικά γεγονότα πρώτης γραμμής.

Όταν η έδρα χάνεται, η αρχηγία αμφισβητείται. Τρεις ηγεσίες χωρίς κοινοβουλευτικό έρεισμα

Η πολιτική αστάθεια του 2025 δεν περιορίστηκε στον απερχόμενο πρωθυπουργό. Τρεις ακόμη αρχηγοί κομμάτων βρέθηκαν αντιμέτωποι με την απώλεια της κοινοβουλευτικής τους έδρας, γεγονός που στον σύγχρονο πολιτικό πολιτισμό ισοδυναμεί με σοβαρό θεσμικό πλήγμα.

Η απώλεια έδρας δεν είναι απλώς προσωπική ήττα. Σημαίνει έκπτωση εμπιστοσύνης στο πρόσωπο που δεν εξελέγη και απώλεια άμεσης συμμετοχής στη νομοθετική διαδικασία, την αποδυνάμωση του λόγου του αρχηγού εντός της Βουλής των Κοινοτήτων και, κυρίως, αμφισβήτηση της πολιτικής νομιμοποίησης της ηγεσίας. Σε ένα σύστημα που βασίζεται στην κοινοβουλευτική παρουσία, η ηγεσία χωρίς έδρα μοιάζει με προσωρινή λύση, όχι με σταθερό θεμέλιο. Οι αναφορές, βέβαια, γίνονται στο πρόσωπο του, επανεκλεγμένου, αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Πιέρ Πουαλιέβρ, τον αρχηγό του Νέο Δημοκρατικού κόμματος, Τζαγμίτ Σινγκ, και τον συμπρόεδρο του Πράσινου κόμματος, Τζόναθαν Πεντνό.

Η συγκυρία αυτή ενίσχυσε την αίσθηση ότι το 2025 υπήρξε έτος αναδιάταξης, όπου οι τίτλοι δεν εγγυώνται πλέον πολιτικό βάρος και η εκλογική επιβίωση γίνεται προϋπόθεση θεσμικής συνέχειας.

Η περίπτωση Πουαλιέβρ. Η ήττα χωρίς τελικό συμπέρασμα

Η πολιτική χρονιά υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή για τον Πιερ Πουαλιέβρ. Η απώλεια της κοινοβουλευτικής του έδρας δεν συνιστά απλώς προσωπική αποτυχία, αλλά δομικό πλήγμα στην αρχηγία του. Η επιστροφή του μέσω επαναληπτικής εκλογής δεν διέλυσε τα ερωτήματα αλλά τα μετέθεσε χρονικά.

Στους διαδρόμους της συντηρητικής παράταξης, η συζήτηση δεν αφορά πλέον το αν ο Πουαλιέβρ μπορεί να επιτεθεί πολιτικά αλλά αν μπορεί να επιβιώσει θεσμικά. Το κομματικό ελεγκτικό όργανο δεν έχει κινηθεί ανοιχτά, όμως η απουσία ενθουσιασμού, η διαρροή στελεχών και η εσωτερική κόπωση συνθέτουν ένα περιβάλλον σιωπηλής αμφισβήτησης.

Οι ρωγμές στους Συντηρητικούς: τρεις απώλειες, ένα μήνυμα

Το πλήγμα για το Συντηρητικό Κόμμα δεν περιορίστηκε στον αρχηγό του. Μέσα στη χρονιά, τρεις βουλευτές αποχώρησαν από την κοινοβουλευτική του ομάδα. Οι δύο προσχώρησαν στους Φιλελεύθερους, σε μία κίνηση που ερμηνεύτηκε ως αμιγώς πολιτική και όχι απλά συγκυριακή. Ο τρίτος ανακοίνωσε την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα, με ισχύ την άνοιξη, κλείνοντας έναν κύκλο χωρίς διάδοχη δυναμική.

Οι αποχωρήσεις αυτές δεν ανέτρεψαν αριθμητικά τους συσχετισμούς, αλλά είχαν βαρύ συμβολικό φορτίο. Ανέδειξαν προβλήματα συνοχής, ιδεολογικής κατεύθυνσης και εσωτερικής πειθαρχίας σε μια στιγμή που το κόμμα των Συντηρητικών όφειλε να εμφανίζεται ενωμένο και έτοιμο για διακυβέρνηση.

Σχέσεις με τις ΗΠΑ: ο γείτονας ως παράγοντας κινδύνου

Το 2025, οι σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες έπαψαν να θεωρούνται σταθερά δεδομένες. Οι εμπορικές εντάσεις, οι δασμοί και η απρόβλεπτη ρητορική από την Ουάσιγκτον μετέτρεψαν τη διαχείριση της σχέσης σε κεντρικό άξονα της καναδικής πολιτικής.

Η Οττάβα απάντησε με πιο σκληρή γλώσσα από ό,τι συνηθίζεται στην καναδική διπλωματία και με επιλογές προσώπων που υπογράμμισαν ότι το επόμενο στάδιο θα είναι οικονομικό και όχι συμβολικό. Η σχέση Καναδά–ΗΠΑ το 2025 δεν κατέρρευσε, αλλά επαναπροσδιορίστηκε ως σχέση που απαιτεί συνεχή διαχείριση και όχι αυτόματο πιλότο.

Ενέργεια. Η έξοδος προς τον Ειρηνικό

Στις αρχές του καλοκαιριού, ο Καναδάς πραγματοποίησε ένα βήμα που συζητήθηκε πολύ πέρα από τα σύνορά του. Η πρώτη εξαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου από τον Ειρηνικό, μέσω του έργου LNG Canada στο Κίτιματ, σηματοδότησε την είσοδο της χώρας σε μια νέα γεωοικονομική φάση. Για πρώτη φορά, το καναδικό φυσικό αέριο απέκτησε άμεση πρόσβαση στις ασιατικές αγορές, μειώνοντας τη σχεδόν αποκλειστική εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το γεγονός αντιμετωπίστηκε ως στρατηγική επιτυχία, αλλά όχι χωρίς επιφυλάξεις. Η εκκίνηση συνοδεύτηκε από τεχνικές προκλήσεις και ανέδειξε το υψηλό κόστος των μεγάλων ενεργειακών έργων σε μια εποχή αυστηρότερων περιβαλλοντικών και κοινωνικών απαιτήσεων. Παράλληλα, το δημόσιο ενδιαφέρον επανήλθε στο ζήτημα του ποιος επωμίζεται τελικά το ρίσκο τέτοιων επενδύσεων, ιδίως όταν το κράτος έχει ήδη χρηματοδοτήσει ή εγγυηθεί έργα με αμφίβολη οικονομική απόδοση.

Το 2025 επιβεβαίωσε ότι η ενεργειακή πολιτική του Καναδά δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται ως τεχνικό υποσύνολο της οικονομίας. Είναι εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, εσωτερικής συνοχής και περιφερειακής ισορροπίας.

Στέγη. Η στιγμή που η κρίση έπαψε να είναι «αγορά»

Το 2025 καταγράφηκε ως η χρονιά κατά την οποία η καναδική ομοσπονδιακή κυβέρνηση εγκατέλειψε τη ρητορική της «διευκόλυνσης της αγοράς» και παραδέχθηκε ότι η στεγαστική κρίση είχε αποκτήσει χαρακτηριστικά θεσμικής αποτυχίας. Η συζήτηση δεν περιστρεφόταν πλέον γύρω από τα επιτόκια ή την ψυχολογία των επενδυτών, αλλά γύρω από την ανεπάρκεια παραγωγής κατοικιών σε σχέση με τη δημογραφική πίεση, τη μετανάστευση και τη συγκέντρωση πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Η απάντηση της κυβέρνησης Κάρνι ήταν η δημιουργία της Build Canada Homes, ενός νέου δημόσιου φορέα που τοποθετεί το κράτος όχι απλώς ως ρυθμιστή ή επιδοτητή, αλλά ως ενεργό παράγοντα στην παραγωγή προσιτής κατοικίας. Η επιλογή αυτή, που εντάχθηκε στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό του φθινοπώρου, συνοδεύτηκε από σημαντική κεφαλαιοποίηση και από ρητή πολιτική δήλωση ότι η στεγαστική επάρκεια αποτελεί ζήτημα οικονομικής ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής.

Το κρίσιμο στοιχείο του 2025 δεν ήταν μόνο το ύψος των κονδυλίων, αλλά η μετατόπιση ευθύνης. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έδειξε ευθέως προς τις καθυστερήσεις αδειοδοτήσεων, τους πολεοδομικούς περιορισμούς και την αποσπασματική συνεργασία με δήμους και επαρχίες ως βασικές αιτίες της κρίσης. Για πρώτη φορά, η λέξη «παραγωγικότητα» χρησιμοποιήθηκε συστηματικά στο στεγαστικό λεξιλόγιο, όχι ως τεχνικός όρος αλλά ως πολιτική απαίτηση.

Ο εμπορικός πόλεμος με τις Ηνωμένες Πολιτείες: η εξάρτηση ως εθνικό ρίσκο

Οι εμπορικές εντάσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες αποτέλεσαν τον πιο σταθερό, σχεδόν υπόγειο, άξονα της καναδικής πολιτικής μέσα στο 2025. Οι νέοι δασμοί και η αβεβαιότητα γύρω από το μέλλον των διμερών εμπορικών σχέσεων δεν έπληξαν μόνο συγκεκριμένους κλάδους· ανέδειξαν τη δομική εξάρτηση της καναδικής οικονομίας από έναν εταίρο που δεν θεωρεί πλέον τη σταθερότητα αυτονόητη.

Η Οττάβα αναγκάστηκε να απαντήσει όχι με ρητορική, αλλά με αναδιάταξη της διεθνούς στρατηγικής της και τον προσδιορισμό της κρατικής του ταυτότητας. Η εμπορική πολιτική μετατράπηκε σε ζήτημα εθνικής ασφάλειας, ενώ η διαφοροποίηση αγορών αναδείχθηκε σε πολιτική προτεραιότητα. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, η σχέση με τις ΗΠΑ συζητήθηκε ανοιχτά όχι ως πλεονέκτημα, αλλά ως δυνητική πηγή συστημικού κινδύνου.

Οικονομία. Αντοχή χωρίς άνεση

Η καναδική οικονομία εισήλθε στο 2025 με σχετική σταθερότητα, αλλά χωρίς περιθώρια εφησυχασμού. Η χρονιά σημαδεύτηκε από αυξανόμενη αβεβαιότητα στο εξωτερικό εμπόριο, επιβράδυνση της μεταποίησης και μια σαφή κόπωση σε κλάδους που είχαν λειτουργήσει ως ατμομηχανές τα προηγούμενα χρόνια, όπως οι κατασκευές και οι φυσικοί πόροι.

Το φθινόπωρο, η επιβράδυνση έγινε μετρήσιμη. Η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώθηκε σε μηνιαία βάση, ενώ η επιχειρηματική εμπιστοσύνη επηρεάστηκε από το περιβάλλον εμπορικών εντάσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι δασμοί και η αβεβαιότητα γύρω από τη μελλοντική εμπορική αρχιτεκτονική της Βόρειας Αμερικής λειτούργησαν ως εξωτερικό σοκ σε μια οικονομία που παραμένει βαθιά εξαρτημένη από τις εξαγωγές.

Η κυβέρνηση επέλεξε να μην απαντήσει με λιτότητα. Ο προϋπολογισμός του 2025 ενίσχυσε τις δημόσιες επενδύσεις και αποδέχθηκε την προσωρινή διεύρυνση του ελλείμματος ως κόστος σταθερότητας. Η πολιτική επιλογή ήταν σαφής: προτεραιότητα στην απορρόφηση των κραδασμών και όχι στην άμεση δημοσιονομική σύσφιξη, ακόμη κι αν αυτό μεταθέτει το βάρος στο μεσοπρόθεσμο μέλλον.

Η καναδική αρχηγία στο G7. Ηγεσία χωρίς αυταπάτες σε έναν κατακερματισμένο κόσμο

Το 2025 ο Καναδάς ανέλαβε την προεδρία της Ομάδας των Επτά (G7) σε μια περίοδο κατά την οποία η έννοια της συλλογικής ηγεσίας είχε ήδη αποδυναμωθεί από γεωπολιτικές αντιθέσεις, εμπορικές συγκρούσεις και την επιστροφή του οικονομικού προστατευτισμού. Η ευθύνη της προεδρίας έπεσε στα χέρια της νέας κυβέρνησης Κάρνεϊ, η οποία κλήθηκε να συνδυάσει τη θεσμική σταθερότητα στο εσωτερικό με μια διεθνή ατζέντα που δύσκολα επέτρεπε μεγάλες συναινέσεις.

Η καναδική προσέγγιση δεν επεδίωξε θεαματικές πρωτοβουλίες. Αντίθετα, έδωσε έμφαση στη διαχείριση των ρωγμών: ενεργειακή ασφάλεια, ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων, κρίσιμα μέταλλα, τεχνητή νοημοσύνη και κλιματικοί κίνδυνοι αποτέλεσαν τον κορμό μιας ατζέντας που στόχευε περισσότερο στη συγκράτηση της αποδιάρθρωσης παρά στη χάραξη νέας παγκόσμιας τάξης. Η επιλογή αυτή αντανακλούσε τη συνείδηση ότι το G7 του 2025 δεν ήταν χώρος μεγάλων οραμάτων, αλλά πεδίο αποτροπής περαιτέρω αποσύνθεσης.

Η Σύνοδος Κορυφής στο Κανάνασκις της Αλμπέρτα, τον Ιούνιο, λειτούργησε περισσότερο ως πολιτικό εργαστήριο παρά ως σκηνή αποφάσεων-ορόσημων. Οι ηγέτες κατέληξαν σε επιμέρους δηλώσεις και συντονισμούς, αποφεύγοντας ένα ενιαίο, φιλόδοξο ανακοινωθέν που θα εξέθετε τις βαθιές διαφωνίες, ιδιαίτερα σε ζητήματα εμπορίου, Ουκρανίας και Μέσης Ανατολής. Η καναδική προεδρία επέλεξε τον πραγματισμό: καλύτερα μερική σύγκλιση παρά δημόσια ρήξη.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ηγεσία του Καναδά λειτούργησε ως δύναμη μεσολάβησης και όχι επιβολής. Η ενεργειακή στροφή προς τον Ειρηνικό, η έμφαση στην κλιματική ανθεκτικότητα και η προσπάθεια να διατηρηθούν ανοικτοί οι δίαυλοι συνεργασίας με μια απρόβλεπτη Ουάσιγκτον εντάχθηκαν σε μια ευρύτερη στρατηγική: ο Καναδάς να παρουσιαστεί ως σταθερός διαχειριστής σε έναν κόσμο όπου οι μεγάλες δυνάμεις αμφισβητούν ακόμη και τους ίδιους τους κανόνες που διαμόρφωσαν.

Η προεδρία του G7 δεν προσέφερε στον Καναδά διεθνή πρωταγωνιστικό ρόλο με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Του προσέφερε, όμως, κάτι ίσως πιο ρεαλιστικό. Τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως θεσμική άγκυρα σε μία περίοδο όπου η πολυμέρεια δεν καταρρέει θεαματικά αλλά φθείρεται αθόρυβα. Και αυτό, για μια μεσαία δύναμη, ίσως να ήταν το μέγιστο εφικτό κέρδος του 2025.

Υγεία

Καθολικό σύστημα, επιλεκτική ανακούφιση

Η δημόσια υγεία δεν βρέθηκε στο επίκεντρο λόγω κρίσης, αλλά λόγω προσδοκιών. Το 2025 ήταν η χρονιά κατά την οποία μεγάλα κοινωνικά προγράμματα πέρασαν από τη θεωρία στην καθημερινότητα. Η πανεθνική οδοντιατρική κάλυψη επεκτάθηκε σε εκατομμύρια ενήλικες, μετατρέποντας μια επί δεκαετίες συζήτηση σε χειροπιαστή παροχή.

Παράλληλα, το πλαίσιο για εθνική φαρμακευτική πολιτική άρχισε να παίρνει λειτουργική μορφή, αν και η εφαρμογή του παρέμεινε εξαρτημένη από διαπραγματεύσεις με τις επαρχίες. Το 2025 δεν έλυσε τα δομικά προβλήματα του συστήματος υγείας: οι λίστες αναμονής, η έλλειψη προσωπικού και οι ανισότητες πρόσβασης εξακολουθούν να ταλαιπωρούν πολίτες και κυβερνήσεις. Όμως κατέστησε σαφές ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει κοινωνική πολιτική ως εργαλείο πολιτικής νομιμοποίησης.

Εκπαίδευση

Το όριο της επιτυχίας

Η εκπαίδευση το 2025 βρέθηκε στη διασταύρωση δημογραφίας και πολιτικής. Η απόφαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να επιβάλει ανώτατα όρια στον αριθμό διεθνών φοιτητών ανά επαρχία σηματοδότησε μια σπάνια αναδίπλωση σε έναν τομέα που επί χρόνια θεωρούνταν οικονομικό πλεονέκτημα.

Η κίνηση αυτή δεν στρεφόταν κατά της μετανάστευσης, αλλά αναγνώριζε ότι η ταχύτητα της αύξησης είχε υπερβεί την ικανότητα απορρόφησης σε στέγη, υποδομές και υπηρεσίες. Στο εσωτερικό, οι συζητήσεις για τη διοίκηση των σχολικών συμβουλίων και τον ρόλο της επαρχιακής εξουσίας ανέδειξαν ένα βαθύτερο ερώτημα: πού τελειώνει η αυτονομία και πού αρχίζει η κρατική ευθύνη σε ένα σύστημα υπό πίεση.

Υποδομές

Η επιστροφή της γεωγραφίας

Τα μεγάλα έργα επανήλθαν στο προσκήνιο ως απάντηση στην αβεβαιότητα. Η κυβέρνηση προώθησε νέες επενδύσεις σε μεταφορές, υγεία και στέγαση, παρουσιάζοντάς τες ως εργαλεία ανθεκτικότητας. Η επικείμενη ολοκλήρωση της γέφυρας Γκόρντι Χάου στα σύνορα με τις ΗΠΑ λειτούργησε σχεδόν ειρωνικά αφού ένα έργο που ενώνει δύο οικονομίες ενώ την ίδια ώρα που οι πολιτικές εντάσεις τις απομακρύνουν.

Η στεγαστική κρίση ως πολιτικό ρήγμα

Το 2025 η στεγαστική κρίση έπαψε να αντιμετωπίζεται ως κοινωνικό πρόβλημα και αναγνωρίστηκε ως πολιτικό ρήγμα. Η αδυναμία πρόσβασης σε προσιτή κατοικία για εργαζόμενους, νέους και οικογένειες μεσαίου εισοδήματος μετατράπηκε σε βασικό δείκτη κυβερνητικής αποτυχίας.

Η απόφαση για άμεση κρατική εμπλοκή στην παραγωγή κατοικίας δεν ήταν ιδεολογική στροφή, αλλά πολιτική ανάγκη. Η κυβέρνηση παραδέχθηκε ότι οι μηχανισμοί της αγοράς, όπως λειτουργούσαν, δεν μπορούσαν να καλύψουν το χάσμα ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά. Η στέγη έγινε έτσι σημείο σύγκρουσης ανάμεσα σε επίπεδα διακυβέρνησης, αλλά και μέτρο κοινωνικής ανοχής.

Η πολιτική σημασία της κρίσης έγκειται στο ότι επηρέασε τη συμπεριφορά ψηφοφόρων, αναδιαμόρφωσε προτεραιότητες κομμάτων και συνέβαλε στην αποδυνάμωση παλαιών αφηγημάτων περί ευημερίας.

Η ενεργειακή στροφή στον Ειρηνικό

Η πρώτη εξαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου από τον Ειρηνικό αποτέλεσε ένα από τα πιο καθαρά στρατηγικά γεγονότα της χρονιάς. Ο Καναδάς, για πρώτη φορά, απέκτησε ενεργειακή έξοδο που δεν περνά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά απευθύνεται απευθείας στις αγορές της Ασίας.

Η εξέλιξη αυτή δεν αναιρεί τις περιβαλλοντικές και οικονομικές αντιφάσεις της καναδικής ενεργειακής πολιτικής, αλλά αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού. Η ενέργεια μετατράπηκε σε εργαλείο γεωπολιτικής αυτονομίας, έστω με υψηλό κόστος και μακροπρόθεσμο ρίσκο.

Το 2025 έδειξε ότι η ενεργειακή πολιτική δεν μπορεί πλέον να αποσυνδεθεί από την εξωτερική πολιτική και την εμπορική στρατηγική.

Το έλλειμμα ως πολιτική επιλογή

Η αποδοχή ενός ιστορικά υψηλού δημοσιονομικού ελλείμματος αποτέλεσε σαφή ρήξη με τη μεταπανδημική ρητορική περί επιστροφής στη δημοσιονομική πειθαρχία. Η κυβέρνηση επέλεξε να απορροφήσει το σοκ της επιβράδυνσης, των δασμών και της κοινωνικής πίεσης μέσω αυξημένων δαπανών.

Η επιλογή αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη. Επανέφερε τον ιδεολογικό διάλογο για τον ρόλο του κράτους και για το αν η σταθερότητα αγοράζεται με χρέος ή με περιορισμό φιλοδοξιών. Το 2025, ο Καναδάς επέλεξε το πρώτο.

Posted 
December 30, 2025
 in 
Ομογένεια ΚΑΝΑΔΑΣ
 category

Join Our Newsletter and Get the Latest
Posts to Your Inbox

No spam ever. Read our Privacy Policy
Thank you! Your submission has been received!
Oops! Something went wrong while submitting the form.