Share
Visit Us
email us
CLICK TO VIEW THE WHOLE PUBLICATION ONLINE

Σε ένα τοπίο έντονης εμπορικής αναταραχής με τις Ηνωμένες Πολιτείες και αυξανόμενων γεωοικονομικών πιέσεων, ο πρωθυπουργός Μαρκ Κάρνεϋ (Mark Carney) είχε επιβεβαιώσει ότι την Πέμπτη θα ανακοίνωνε την πρώτη δέσμη των λεγόμενων «εθνικών έργων υποδομής», σηματοδοτώντας το προοίμιο μίας νέας στρατηγικής που φιλοδοξεί να επαναπροσδιορίσει το παραγωγικό μοντέλο του Καναδά.
Στην ομιλία του προς την κοινοβουλευτική ομάδα των Φιλελευθέρων στο Έντμοντον, ο Κάρνεϋ μίλησε για «αναγκαίες αλλαγές ιστορικών διαστάσεων», προειδοποιώντας ότι η χώρα καλείται να επιδείξει «ενότητα και αποφασιστικότητα που δεν έχουν ξαναφανεί από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου». Το νομοσχέδιο Bill C-5 ή «Νόμος για την Οικοδόμηση του Καναδά» (Building Canada Act), που εγκρίθηκε τον Ιούνιο, παρέχει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση διευρυμένες εξουσίες για την ταχεία έγκριση έργων εθνικής σημασίας, ενώ ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι προϊδεάζουν ότι τα έργα αυτά θα αγγίζουν κρίσιμους τομείς: την ενεργειακή επάρκεια, την τεχνολογική αναβάθμιση, την ενίσχυση των συνεργασιών με τις αυτόχθονες κοινότητες και τη στήριξη των στόχων κλιματικής μετάβασης. Παράλληλα, αναμένεται η έναρξη λειτουργίας της Build Canada Homes, του νέου κρατικού φορέα για την επιτάχυνση της κατασκευής προσιτής κατοικίας, ενώ η κυβέρνηση προετοιμάζει και τη δημοσιοποίηση της Στρατηγικής Κλιματικής Ανταγωνιστικότητας μέσα στο φθινόπωρο, η οποία, όπως δήλωσε ο Κάρνεϋ, θα δίνει έμφαση «στα αποτελέσματα αντί για τους στόχους και στις επενδύσεις αντί για τις απαγορεύσεις». Όλα αυτά συγκλίνουν σε ένα και μόνο σημείο: ο επικείμενος προϋπολογισμός, που θα κατατεθεί τον επόμενο μήνα, δεν θα είναι μια τυπική δημοσιονομική άσκηση, αλλά το κομβικό εργαλείο που θα καθορίσει πώς, πού και με ποιους όρους θα χρηματοδοτηθεί η μετάβαση της χώρας προς ένα νέο υπόδειγμα οικονομικής κυριαρχίας και βιώσιμης ανάπτυξης.
Η ανακοίνωση του πρώτου ομοσπονδιακού προϋπολογισμού από την κυβέρνηση του δεν συνιστά μια απλή παρουσίαση αριθμών αλλά αναμένεται να αποτελέσει καθοριστική στιγμή για την καναδική οικονομία, καθώς θα επανακαθορίσει τη σχέση της χώρας με το δημόσιο χρέος, τις παραγωγικές επενδύσεις και, τελικά, την ίδια της την οικονομική κυριαρχία. Η κοινωνία και οι αγορές δεν μπορούν να αρκεστούν σε έναν τεχνικό ισολογισμό αφού το ζητούμενο είναι ένα συνεκτικό, στρατηγικό σχέδιο που θα δίνει κατευθύνσεις για την πορεία της χώρας σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης γεωοικονομικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Το μεγάλο ερώτημα δεν είναι μόνο πώς θα επιτευχθεί η δημοσιονομική σταθερότητα αλλά πώς θα εξασφαλιστεί i. η οικονομική αυτονομία της χώρας, ii. με ποιον τρόπο θα ισορροπήσουν οι ανάγκες χρηματοδότησης με τις παραγωγικές επενδύσεις και iii. ποια θα είναι η πραγματική αναπτυξιακή κατεύθυνση μέσα σε ένα παγκόσμιο οικονομικό πλαίσιο που κατακερματίζεται.
Η κυβέρνηση του Κάρνεϋ έχει ήδη αφήσει να διαφανεί ότι προκρίνει έναν νέο δημοσιονομικό μηχανισμό που διαχωρίζει τον λειτουργικό προϋπολογισμό από τον κεφαλαιουχικό. Η βασική λογική αυτής της προσέγγισης είναι ότι οι επαναλαμβανόμενες λειτουργικές δαπάνες, οι οποίες συνδέονται με κοινωνικά προγράμματα, την υγεία, την εκπαίδευση και τη δημόσια διοίκηση, θα πρέπει να τεθούν σε τροχιά ισοσκέλισης μέχρι το 2028-‘29, ενώ οι κεφαλαιουχικές επενδύσεις θα μπορούν να χρηματοδοτούνται μέσω στοχευμένου δανεισμού, υπό τον όρο ότι θεωρούνται παραγωγικές και συμβάλλουν στη μελλοντική αύξηση του ΑΕΠ. Σύμφωνα με το Γραφείο Κοινοβουλευτικού Προϋπολογισμού (Parliamentary Budget Officer - PBO), αυτή η διάκριση δεν είναι ακόμη απολύτως θεσμικά οριοθετημένη και η επιτυχία της θα εξαρτηθεί από την αυστηρότητα με την οποία θα καθοριστεί τι συνιστά επένδυση και τι συνιστά λειτουργική δαπάνη. Η απουσία σαφών κανόνων θα μπορούσε να δημιουργήσει δημοσιονομική ασάφεια και να θέσει σε κίνδυνο την αξιοπιστία της χώρας απέναντι στους οίκους αξιολόγησης και τις αγορές.
Η θεώρηση της κυβέρνησης μάλλον συνδέεται με αυτό που η διεθνής βιβλιογραφία ονομάζει ως Κεϋνσιανή Οικονομία Κυριαρχίας (Neo-Keynesian Sovereignty Economics). Όπως αναλύει ο καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στη σχολή διακυβέρνησης John F. Kennedy του Harvard, Dani Rodrik, η υπερβολική εξάρτηση από τις παγκόσμιες αγορές συχνά μειώνει τη δυνατότητα χάραξης ανεξάρτητης δημόσιας πολιτικής και απαιτεί στοχευμένες επενδύσεις για την αποκατάσταση της εθνικής ικανότητας δράσης. Εφαρμοζόμενη στο καναδικό πλαίσιο, η στρατηγική αυτή μεταφράζεται στην ανάγκη διαφοροποίησης των αλυσίδων εφοδιασμού, ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής, εκμετάλλευσης στρατηγικών φυσικών πόρων και ανάπτυξης της αμυντικής βιομηχανίας, ώστε η χώρα να αποκτήσει μεγαλύτερη οικονομική ανθεκτικότητα απέναντι στις εμπορικές πιέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και στις αναταράξεις ενός ασταθούς διεθνούς περιβάλλοντος.
Στο ίδιο πλαίσιο, η καθηγήτρια Οικονομικών της Καινοτομίας και Δημόσιας Αξίας στο University College London (UCL), Mariana Mazzucato, επισημαίνει ότι ο διαχωρισμός κεφαλαιουχικών και λειτουργικών δαπανών μπορεί να αποδώσει, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος λειτουργεί ως ενεργός επενδυτής πρώτης απώλειας (first mover). Όταν το δημόσιο επενδύει σε τεχνολογία, ενέργεια, έρευνα και υποδομές, μπορεί να δημιουργήσει μελλοντικές ροές εσόδων, να ενισχύσει την καινοτομία και να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ωστόσο, η Mazzucato προειδοποιεί ότι η επιτυχία αυτής της στρατηγικής εξαρτάται από την ουσιαστική της εφαρμογή όπου η έννοια της «παραγωγικής επένδυσης» δεν μπορεί να λειτουργεί ως ετικέτα που δικαιολογεί την ανεξέλεγκτη διόγκωση του χρέους χωρίς μετρήσιμο αντίκρισμα.
Η νέο-κεϋνσιανή οπτική του βραβευμένου με Νομπέλ (2001) καθηγητή Οικονομικών στο Columbia University, Joseph Stiglitz, προσθέτει μια ακόμη διάσταση αφού οι δημόσιες επενδύσεις δεν αποτελούν πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα, ιδίως σε περιόδους γεωοικονομικής αβεβαιότητας και τεχνολογικού μετασχηματισμού. Ο Stiglitz υπογραμμίζει ότι η υπερβολική προσήλωση στη μείωση του ελλείμματος, χωρίς συνεκτική αναπτυξιακή στρατηγική, μπορεί να οδηγήσει σε στασιμότητα και να επιβαρύνει τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Καναδάς δεν έχει την πολυτέλεια να ακολουθήσει σκληρά μονεταριστικά δόγματα αλλά χρειάζεται μία ισχυρή και στοχευμένη δημοσιονομική πολιτική με σαφή αποτίμηση κόστους και οφέλους.
Παρόλα αυτά, η μεγάλη δοκιμασία του Καναδού πρωθυπουργού παραμένει στους αριθμούς. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του PBO, το έλλειμμα για το 2024-25 εκτιμάται σε περίπου 50,1 δισ. καναδικά δολάρια (1,6% του ΑΕΠ), ενώ για το 2025-26, και υπό το σενάριο εφαρμογής των κυβερνητικών δεσμεύσεων, το έλλειμμα θα μπορούσε να φτάσει ή να ξεπεράσει τα 62,3 δισ. καναδικά δολάρια. Αυτός ο αριθμός παραμένει, ωστόσο, υπό αίρεση, καθώς η τελική διαμόρφωση θα εξαρτηθεί από την απόδοση των φορολογικών εσόδων, την αποτελεσματικότητα των αντισταθμιστικών δασμών που έχουν ήδη περιοριστεί, το ύψος των δανειακών επενδύσεων και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Η αύξηση των επιτοκίων και η αβεβαιότητα ως προς τον ρυθμό ανάπτυξης, τον οποίο ο ΟΟΣΑ εκτιμά πιο συντηρητικά στο 1,0% για το 2025, δημιουργούν πρόσθετους κινδύνους που δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Η κυβέρνηση καλείται να παρουσιάσει έναν προϋπολογισμό που δεν θα περιορίζεται σε γενικόλογες εξαγγελίες, αλλά θα παρέχει σαφείς αριθμούς, αυστηρά κριτήρια και διαφανή χρονοδιαγράμματα. Οι Καναδοί πολίτες και οι διεθνείς αγορές έχουν ανάγκη να γνωρίζουν πώς θα χρηματοδοτηθούν οι νέες επενδύσεις, ποια κοινωνικά προγράμματα θα διατηρηθούν ή θα αναμορφωθούν, ποια είναι η στρατηγική για τον έλεγχο του λόγου χρέους προς ΑΕΠ και ποια είναι η αναμενόμενη απόδοση κάθε δολαρίου που θα δανειστεί.
Η πολιτική ρητορική του, όμως, «λιγότερες δαπάνες - περισσότερες επενδύσεις» δεν αρκεί. Αν ο προϋπολογισμός παραμείνει σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας, χωρίς μετρήσιμους στόχους, αξιόπιστες παραδοχές και ξεκάθαρα ορισμένα αναπτυξιακά κριτήρια, τότε το τίμημα θα είναι διπλό. Απώλεια αξιοπιστίας στις διεθνείς αγορές και ενίσχυση της κοινωνικής δυσπιστίας στο εσωτερικό. Ο προϋπολογισμός του Κάρνεϋ, de facto δεν είναι μία λογιστική άσκηση. Είναι μία δήλωση στρατηγικής πρόθεσης απέναντι σε μια νέα γεωοικονομική, γεωπολιτική πραγματικότητα. Εάν αποτύχει να ανταποκριθεί, η πολυσυζητημένη «οικονομική κυριαρχία» απειλεί να μείνει απλώς ένας ηχηρός αλλά πολιτικά κενός μύθος.

Posted 
September 12, 2025
 in 
Ομογένεια ΚΑΝΑΔΑΣ
 category

Join Our Newsletter and Get the Latest
Posts to Your Inbox

No spam ever. Read our Privacy Policy
Thank you! Your submission has been received!
Oops! Something went wrong while submitting the form.