Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Η φετινή Ημέρα του Καναδά, η οποία σηματοδότησε τη συμπλήρωση 158 ετών από την ίδρυση της Συνομοσπονδίας, αποτέλεσε για τον πρωθυπουργό της χώρας, Mark Carney, την αφορμή να αναδείξει την αξία της ενότητας και της συλλογικής ευθύνης σε μια περίοδο πολλαπλών προκλήσεων, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές περιβάλλον.
Στην πρώτη του επίσημη ομιλία για την καναδική εθνική επέτειο, ο Καναδός πρωθυπουργός επεσήμανε ότι «η οικονομία μας έχει δεχθεί επιθέσεις σε έναν εμπορικό πόλεμο που δεν προκαλέσαμε, ενώ οι αξίες μας δοκιμάζονται από επιθέσεις κατά της δημοκρατίας και των ελευθεριών μας. Επιθέσεις που οφείλουμε να αντικρούσουμε».
Η συγκυρία αυτή συμπίπτει με τη δρομολόγηση ενός φιλόδοξου σχεδίου για την ενοποίηση της καναδικής αγοράς.
Λίγα εικοσιτετράωρα πριν από την εθνική εορτή, η κυβέρνηση Carney ανακοίνωσε την πλήρη κατάργηση των 53 τελευταίων ομοσπονδιακών εξαιρέσεων που ίσχυαν στο πλαίσιο της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου του Καναδά (CFTA).
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η πλειονότητα των εξαιρέσεων αφορούσε ειδικούς κανόνες προμηθειών και συμβάσεων που σχετίζονταν με τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τις μεταφορές, την εμπορική αξιοποίηση ακινήτων και έργα υψηλής τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένων των διαστημικών υποδομών.
Η κατάργηση αυτών των περιορισμών έρχεται σε εφαρμογή σε συνδυασμό με τον λεγόμενο One Canadian Economy Act, τον οποίο η κυβέρνηση είχε θέσει ως προτεραιότητα από την αρχή της θητείας της, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο εμπορίου και κινητικότητας εργασίας σε εθνικό επίπεδο.
Η Βουλή των Κοινοτήτων υπερψήφισε το σχετικό νομοσχέδιο C-5 στις 20 Ιουνίου, με τη Γερουσία να το επικυρώνει λίγες ημέρες αργότερα.
Σε δηλώσεις της η υπουργός Εσωτερικού Εμπορίου, Chrystia Freeland, ανέφερε ότι «η άρση όλων των ομοσπονδιακών περιορισμών αποτελεί ένα ιστορικό βήμα για την οικοδόμηση μιας πραγματικά εσωτερικής αγοράς χωρίς γραφειοκρατικά εμπόδια και τεχνητούς φραγμούς», προσθέτοντας ότι «παρά τις διαφορετικές εκτιμήσεις για το μέγεθος του οικονομικού οφέλους, όλοι συμφωνούμε ότι αυτή η τομή θα κάνει την οικονομία μας ισχυρότερη». Όπως παραδέχθηκε, «στο τέλος της ημέρας, δεν γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα το ύψος του οφέλους, αλλά όλοι συμφωνούν ότι πρόκειται για ένα θετικό βήμα που θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας σε μια περίοδο που οι καναδικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στις εξαγωγές τους προς τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Η επιτροπή εσωτερικού εμπορίου, η οποία απαρτίζεται από τους υπουργούς και τους έπαρχους της χώρας, πρόκειται να συνέλθει στις 8 Ιουλίου για να εξετάσει την πρόοδο κάθε επαρχίας στην κατάργηση των τοπικών περιορισμών.
Ορισμένες επαρχίες έχουν ήδη συνάψει συμφωνίες και μνημόνια συνεργασίας για τη διευκόλυνση της διακίνησης αγαθών και υπηρεσιών, ωστόσο παραμένουν σημαντικά εμπόδια, όπως οι γεωγραφικοί περιορισμοί στην πώληση αλκοολούχων ποτών, οι διαφοροποιήσεις στις κατασκευαστικές προδιαγραφές και οι φραγμοί στην επαγγελματική κινητικότητα.
Κατά την περίοδο που ο Καναδάς τιμά τη θεσμική του ύπαρξη και το πολυσύνθετο μωσαϊκό που προσπαθεί να συνθέσει την είναι του, η επιτυχία της στρατηγικής για την «ενιαία καναδική οικονομία» που επαγγέλλεται η κυβέρνηση Carney θα κριθεί από την ικανότητά της να γεφυρώσει πολιτικές, περιφερειακές και οικονομικές αντιστάσεις.
Η τοποθέτηση του πρωθυπουργού συνδέεται άμεσα και με την απόφαση της Οττάβας να αποσύρει την εφαρμογή του ψηφιακού φόρου υπηρεσιών (Digital Services Tax - DST), ένα μέτρο που είχε σχεδιαστεί για να επιβάλει 3% φόρο στα έσοδα των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών από τις υπηρεσίες τους σε Καναδούς χρήστες.
Ο φόρος αυτός είχε αναδρομική ισχύ από το 2022, με την πρώτη καταβολή να είχε προγραμματιστεί για την 1η Ιουλίου, και εκτιμάται ότι θα απέφερε περίπου δύο δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ από εταιρείες όπως την Amazon, την Google, την Airbnb, την Meta και την Uber.
Όπως επιβεβαίωσε η Καναδική Υπηρεσία Εσόδων (Canada Revenue Agency - CRA), η οριστική κατάργηση του φόρου απαιτεί την ψήφιση ειδικού νόμου από το Κοινοβούλιο.
Μέχρι τότε, οι επιχειρήσεις που ήδη κατέβαλαν ποσά στο πλαίσιο του DST δεν μπορούν να λάβουν επιστροφή χρημάτων.
Η CRA είχε ήδη εισπράξει έσοδα από την επιβολή του φόρου πριν την κυβερνητική υπαναχώρηση, χωρίς να αποκαλύψει το ακριβές ποσό.
Παράλληλα, γνωστοποίησε ότι ανέστειλε την υποχρέωση υποβολής δηλώσεων DST πριν την καταληκτική ημερομηνία της 30ής Ιουνίου και δεν πρόκειται να απαιτήσει περαιτέρω πληρωμές στο μεσοδιάστημα.
Η αιφνιδιαστική αναστολή του φόρου, που ανακοινώθηκε το βράδυ της Κυριακής, προκάλεσε αβεβαιότητα μεταξύ των επιχειρήσεων.
Ο Tariq Nasir, εταίρος στη EY Canada, επισήμανε ότι ορισμένες εταιρείες είχαν ήδη εκδώσει εντολές πληρωμής προς την CRA οι οποίες δεν ολοκληρώθηκαν τεχνικά, δημιουργώντας ερωτήματα για την αποτύπωση των συναλλαγών στους λογαριασμούς του τριμήνου.
Σε δήλωσή του τη Δευτέρα, ο Carney υπερασπίστηκε την απόφαση, σημειώνοντας ότι «δεν έχει κανένα νόημα να εισπράττουμε φόρους από τις επιχειρήσεις και αμέσως μετά να τους επιστρέφουμε», προσθέτοντας ότι πρόκειται για «ένα μέρος μίας ευρύτερης διαπραγμάτευσης» που αποσκοπεί στην επίτευξη συμφωνίας πριν την καταληκτική ημερομηνία της 21ης Ιουλίου.
Η Ουάσιγκτον υποδέχθηκε την απόσυρση με ικανοποίηση, με τον Λευκό Οίκο να δηλώνει ότι «ο Καναδάς υπέκυψε στις πιέσεις του προέδρου Trump».
Ο Αμερικανός πρέσβης στον Καναδά, Pete Hoekstra, διευκρίνισε ότι η κατάργηση του DST ήταν «προϋπόθεση για τη συνέχιση των συνομιλιών», ενώ πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι το ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον θα στραφεί στο καναδικό σύστημα διαχείρισης προσφοράς γαλακτοκομικών προϊόντων, το οποίο έχει αποτελέσει σημείο τριβής για τον Αμερικανό πρόεδρο στις εμπορικές διαπραγματεύσεις.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει επανειλημμένα κατηγορήσει ψευδώς τον Καναδά για «πολλαπλές δεκαετίες δασμών 400%» στα αμερικανικά γαλακτοκομικά προϊόντα, παρότι οι δασμοί αυτοί επιβάλλονται μόνο όταν οι εισαγωγές ξεπερνούν προκαθορισμένα ποσοτικά όρια, τα οποία οι ΗΠΑ ουδέποτε έχουν υπερβεί.
Το κοινοβούλιο έχει ήδη ψηφίσει το νομοσχέδιο C-202 που απαγορεύει ρητά την κατάργηση του συστήματος διαχείρισης προσφοράς στο πλαίσιο διεθνών συμφωνιών. Ωστόσο, αναλυτές όπως ο Fen Hampson προειδοποιούν ότι, σε περίπτωση αμερικανικών πιέσεων, η κυβέρνηση Carney θα βρεθεί σε δύσκολη θέση, ιδίως λόγω της σημασίας που έχει το ζήτημα για το Κεμπέκ και για την ισορροπία της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
«Αυτή είναι η μεγαλύτερη χώρα στη Γη. Το πεπρωμένο μας είναι να την κάνουμε ακόμη μεγαλύτερη, όχι με τα λόγια αλλά με τις πράξεις», επανέλαβε ο πρωθυπουργός, θέτοντας το διακύβευμα μίας νέας εποχής για το καναδικό εμπόριο, την εσωτερική συνοχή και τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας.