
Με τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, το Σώμα Ομοτίμων Καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΣΟΚΠΑ) διοργάνωσε, στις 23 Απριλίου 2024, ένα σημαντικό συνέδριο στο «Σπίτι της Κύπρου» στην Αθήνα, αφιερωμένο στη μνήμη των τραγικών γεγονότων και στις ιστορικές, νομικές και πολιτικές τους προεκτάσεις.
Ο επετειακός τόμος που προέκυψε από το συνέδριο, υπό την επιμέλεια του Ομότιμου Καθηγητή Ποινικών Επιστημών και Γενικού Γραμματέα του ΣΟΚΠΑ, Νέστορα Κουράκη, φέρει τον τίτλο «Η Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο το 1974 – Τα Επώδυνα Γεγονότα και οι Επιπτώσεις τους» και συγκεντρώνει έντεκα βασικά κείμενα με εισηγήσεις καταξιωμένων ακαδημαϊκών και προσωπικοτήτων.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται:
• ο Ακαδημαϊκός και τέως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, με εισαγωγική ομιλία για την ατιμωρησία της Τουρκίας,
• οι Ομότιμοι Καθηγητές Νέστωρ Κουράκης και Αθανάσιος Πλατιάς, που αναλύουν τα στρατηγικά σφάλματα της περιόδου,
• ο Καθηγητής Ιστορίας του ΑΠΘ Ιάκωβος Μιχαηλίδης,
• ο Αν. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου Πέτρος Παπαπολυβίου,
• ο Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Υφυπουργός Παιδείας Άγγελος Συρίγος,
• η Καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων Κωνσταντίνα Μπότσιου,
• και ο Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας Θάνος Βερέμης, ο οποίος έκλεισε τις εργασίες του συνεδρίου.
Στον τόμο περιλαμβάνονται επίσης δύο παραρτήματα:
– μια ερευνητική συμβολή του Νέστωρα Κουράκη σχετικά με την ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από τον δικτάτορα Ιωαννίδη,
– και ένα συγκινητικό φωτογραφικό αφιέρωμα με τίτλο «Δεν Ξεχνώ!», που ανακαλεί οπτικά τη μνήμη της κυπριακής τραγωδίας.
Στις επόμενες σελίδες δημοσιεύουμε επιλεγμένα αποσπάσματα από τον τόμο, επιχειρώντας να αναδείξουμε πτυχές της ιστορικής αλήθειας, να διατηρήσουμε ζωντανή τη μνήμη και να συμβάλουμε στον ουσιαστικό διάλογο για το μέλλον της Κύπρου και του Ελληνισμού.
Το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο (Ιούλιος – Αύγουστος 1974)
του Αναπληρωτή Καθηγητή Πέτρου Παπαπολυβίου, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Κοσμήτορα Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστήμιο Κύπρου
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974
Το στρατιωτικό πραξικόπημα για την ανατροπή της κυβέρνησης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου εκδηλώθηκε στη Λευκωσία στις 8.20 το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974. Οι μονάδες και τα τμήματα της Εθνικής Φρουράς που εκτέλεσαν το πραξικόπημα (μοίρες καταδρομών, τεθωρακισμένα και μικρό τμήμα του Ναυτικού), είχαν κύριους στόχους το Προεδρικό Μέγαρο και τη ζωή του ιδίου του Μακαρίου, το Αρχηγείο της Αστυνομίας, το στρατόπεδο του Εφεδρικού σώματος, το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ), την Αρχιεπισκοπή, το κεντρικό κτίριο Κυπριακού Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών (ΣΥΤΑ), τις Κεντρικές Φυλακές και τον Αστυνομικό Σταθμό Πύλης Πάφου. Το Αεροδρόμιο Λευκωσίας κατέλαβαν, λόγω γειτνίασης με το στρατόπεδό τους, διμοιρίες της Ελληνικής Δυνάμεως Κύπρου (ΕΛΔΥΚ).
Είχε προηγηθεί πολύμηνη προετοιμασία στην Αθήνα για τον σχεδιασμό του πραξικοπήματος, που ακολουθούσε την πολύχρονη υπόσκαψη της κυβέρνησης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Η εκδήλωση του πραξικοπήματος απέδειξε ότι είχε σκηνοθετηθεί άψογα από τη στενή ηγετική ομάδα της νοεμβριανής δικτατορίας στην Ελλάδα, με αρχισυνωμότη τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη: Ο πρέσβης της Ελλάδας στην Κύπρο, Ευστάθιος Λαγάκος, ο αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, στρατηγός Γεώργιος Ντενίσης και ο διοικητής της ΕΛΔΥΚ Νικόλαος Νικολαΐδης είχαν προσκληθεί σε παραπλανητική σύσκεψη στην Αθήνα, το Σάββατο 13 Ιουλίου, που διακόπηκε και θα συνεχιζόταν τη Δευτέρα, 15 Ιουλίου, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι δεν υπήρχε περίπτωση «ενέργειας», απούσης της στρατιωτικής ηγεσίας. Η απομάκρυνση του Ντενίση από την Κύπρο εξυπηρετούσε και τη σκοπιμότητα της υλοποίησης του πραξικοπήματος από τους έμπιστους του Ιωαννίδη.
Επιπλέον, η εκδήλωση του πραξικοπήματος (με κωδικό σύνθημα «Αλέξανδρος εισήχθη στο νοσοκομείο») σχεδιάστηκε να γίνει μετά την επιστροφή, νωρίς το πρωί, του Μακαρίου στο Προεδρικό Μέγαρο από την εξοχική κατοικία του στο Τρόοδος, όπου συνήθιζε να μεταβαίνει τα σαββατοκύριακα των καλοκαιρινών μηνών. Σε μια ώρα, λίγο πριν τις 8.30 π.μ., που η κυκλοφορία στην καλοκαιρινή Λευκωσία ήταν αρκετά περιορισμένη, αφού οι πολίτες είχαν προσέλθει στις εργασίες τους, και η Αστυνομία και το Εφεδρικό σώμα βρίσκονταν σε εφησυχασμό, ύστερα από την ασφαλή μετακίνηση του Μακαρίου στο Προεδρικό.
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 αποτέλεσε το αποκορύφωμα της εκστρατείας μίσους εναντίον του Μακαρίου από τον κύκλο των πραξικοπηματιών που κυβερνούσαν δικτατορικά την Ελλάδα από τον Απρίλιο του 1967: Τα μέλη του στενού αυτού συνωμοτικού κύκλου και ειδικότερα των «σκληρών» της ομάδας Ιωαννίδη που είχε τον απόλυτο έλεγχο της «κυβέρνησης» Α. Ανδρουτσόπουλου από τον Νοέμβριο του 1973, μισούσαν θανάσιμα τον Μακάριο, και σταδιακά διαμόρφωσαν την πεποίθηση ότι έπρεπε να απαλλαγούν από την παρουσία του με κάθε τρόπο, διακηρύσσοντας μάλιστα με ανέξοδη μεγαλοστομία ότι έτσι θα έφτανε η Κύπρος στην Ένωση με την Ελλάδα. Ο Ιωαννίδης, ωστόσο, είχε και άλλα επιπλέον «εσωτερικά» κίνητρα, καθώς δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει την πλήρη αποδοχή από την πλειοψηφία των Ελλήνων αξιωματικών, ασχέτως εάν παρέμεναν πειθήνιοι και αδρανείς στην επιβολή της εξουσίας του, αφού δεν κατανοούσαν τους λόγους της ανατροπής του Γεώργιου Παπαδόπουλου (και του Σπύρου Μαρκεζίνη) τον Νοέμβριο του 1973. Η αρρωστημένη φιλοδοξία του «αόρατου διδάκτορα» για «μια επιτυχία στο Κυπριακό», θα επιβεβαίωνε αναδρομικά την «αναγκαιότητα» του πραξικοπήματος του 1973. Εξάλλου, αντιστοίχως, και η συνωμοτική ομάδα των συνταγματαρχών του 1967, είχε σπεύσει με πρωτοφανή αφέλεια, λίγους μήνες μετά την 21η Απριλίου, στις συνομιλίες του Έβρου «για να κλείσει το Κυπριακό πετυχαίνοντας την Ένωση». Οι ίδιοι άνθρωποι, λίγες βδομάδες αργότερα, μετά την κρίση της Κοφίνου (15 Νοεμβρίου 1967) είχαν αποδεχθεί με αδιανόητη ευκολία την αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο, απογυμνώνοντας την άμυνα της μεγαλονήσου.
Η απόφαση για το πραξικόπημα είχε ληφθεί τους πρώτους μήνες του 1974, από τους Φαίδωνα Γκιζίκη, Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, Γρηγόριο Μπονάνο και Δημήτριο Ιωαννίδη στις τακτικές συσκέψεις τους. Διατάχθηκαν να την υλοποιήσουν ο ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης και ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κομπόκης, διοικητής των Δυνάμεων Καταδρομών Κύπρου, ο οποίος ανέλαβε το επιχειρησιακό τμήμα. Η οριστική διαταγή δόθηκε μετά την ανακοίνωση από τον πρόεδρο Μακάριο της δραστικής μείωσης της στρατιωτικής θητείας και της ανάκλησης των εξ Ελλάδος αξιωματικών, και τη δημοσιοποίηση της επιστολής του προς τον Γκιζίκη (με ημερομ. 2 Ιουλίου 1974). Το αρνητικό κλίμα στις τάξεις των Ελλήνων 59 59 αξιωματικών στην Κύπρο (που τα στοιχεία δείχνουν ότι στην πλειοψηφία τους ήταν «παπαδοπουλικοί» και όχι «ιωαννιδικοί») θα επιβάρυνε η μη επιστροφή του στρατηγού Ντενίση από την Αθήνα, ο οποίος όταν διαπίστωσε ότι στο πραξικόπημα συμμετείχαν υφιστάμενοί του, πίσω από την πλάτη του, υπέβαλε παραίτηση. Παρότι αναζητήθηκε αντικαταστάτης του, από έναν κατάλογο ανώτερων αξιωματικών με προϋπηρεσία στην Κύπρο, δεν βρέθηκε. Έτσι, παρέμεινε διοικητής της κυπριακής Εθνοφρουράς ο Γεωργίτσης, ο οποίος είχε προαχθεί σε ταξίαρχο στα μέσα Ιουνίου 1974 και ανέμενε τη μετάθεσή του στην Ελλάδα, όπου είχε ήδη στείλει την οικογένειά του. Επρόκειτο για μια καθοριστική βίαιη ανατροπή της στρατιωτικής ιεραρχίας, με αποκλειστικό κριτήριο την τυφλή πειθαρχία στον Ιωαννίδη και στον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων Μπονάνο, γεγονός που θα είχε καταστροφικές συνέπειες στην εγκληματικά ανεπαρκή άμυνα εναντίον της τουρκικής εισβολής, αφού η Εθνική Φρουρά έμεινε ουσιαστικά ακέφαλη, στα χέρια μιας άβουλης ηγεσίας, απλώς και μόνο για να πετύχει το πραξικόπημα. Στη συνέχεια, στις αρχές Αυγούστου 1974, σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί - πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος, με πρώτους τους Γεωργίτση και Κομπόκη, όπως και δεκάδες άλλοι αντικαταστάθηκαν και απομακρύνθηκαν από την Κύπρο, ύστερα από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Και αυτό, όμως, θα αποδεικνυόταν τεράστιο μειονέκτημα για την ελληνική κυπριακή άμυνα στη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, αφού οι αντικαταστάτες τους δεν θα προλάβαιναν να γνωρίσουν τον τόπο, τους άνδρες και τις μονάδες τους.
Για λόγους συνωμοτικότητας οι μυημένοι στην οργάνωση του πραξικοπήματος Έλληνες αξιωματικοί στην Κύπρο ήταν λίγοι, από όσους υπηρετούσαν στη Λευκωσία, με 60 60 αποτέλεσμα η εκδήλωσή του, το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974, να αιφνιδιάσει και αρκετούς στρατιωτικούς. Μάλιστα, ορισμένοι, στην επαρχία Πάφου, που βρέθηκαν για υπηρεσιακούς λόγους έξω από τα στρατόπεδά τους, συνελήφθησαν από τις πιστές στον Μακάριο δυνάμεις, εντελώς ανύποπτοι για το τι είχε συμβεί. Στη Λεμεσό, ένας εξ Ελλάδος ταγματάρχης δολοφονήθηκε από Έλληνα Κύπριο αστυνομικό αφού, ανυποψίαστος, έσπευσε στον κεντρικό Αστυνομικό σταθμό της πόλης για να μάθει τι συνέβαινε. Υπήρξαν και περιπτώσεις, στο ολιγάριθμο σε προσωπικό και μονάδες κυπριακό Ναυτικό, όπου Έλληνες αξιωματικοί αρνήθηκαν κατηγορηματικά να πάρουν μέρος στο πραξικόπημα. Η προσωπική αντιπαράθεση που δημιουργήθηκε επηρέασε αρνητικά την αμυντική αντίδραση του κυπριακού Ναυτικού απέναντι στην τουρκική εισβολή. Άλλοι, αξιωματικοί του Πεζικού, πείστηκαν να πάρουν μέρος στο πραξικόπημα, αφού ζήτησαν και έλαβαν τις σχετικές εντολές από το Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) στην Ελλάδα. Αξίζει να προστεθεί ότι οι Γεωργίτσης και Κομπόκης, σύμφωνα με όσα κατέθεσαν το 1986 στην Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων για τον «Φάκελο της Κύπρου», είχαν εκφράσει, μερικά εικοσιτετράωρα πριν από τις 15 Ιουλίου, τους φόβους τους για τις επιπτώσεις του πραξικοπήματος, υποδεικνύοντας τις πιθανές τουρκικές αντιδράσεις. Όμως, η ηγεσία των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (στρατηγός Μπονάνος) ήταν πλήρως καθησυχαστική. Το ότι αργότερα, μετά την τουρκική εισβολή, ουδείς εκ της τότε ηγεσίας ανέλαβε το βάρος των ευθυνών που του αναλογούσαν αποδεικνύει τη θλιβερή ηθική κατάπτωση των ανώτερων αξιωματικών του στρατιωτικού καθεστώτος της επταετίας.
Το πραξικόπημα επικράτησε στη Λευκωσία ύστερα από μερικές ώρες.
Όμως, ένας βασικός στόχος, η δολοφονία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, δεν επιτεύχθηκε, αφού κατάφερε να διαφύγει από το περικυκλωμένο Προεδρικό Μέγαρο, πριν αυτό γίνει παρανάλωμα του πυρός. Οι συγκρούσεις για την επικράτηση του πραξικοπήματος είχαν πολλά θύματα, εξαιτίας της αντίστασης στο Προεδρικό, στην Αρχιεπισκοπή, στην περιοχή του Αρχηγείου της Αστυνομίας, και αλλού, στη Λευκωσία, στη Λεμεσό και στη Λάρνακα. Σύμφωνα με τους επίσημους καταλόγους, το σύνολο των θυμάτων στη διάρκεια του πραξικοπήματος ήταν 98 νεκροί, ένας μακάβρια υψηλός αριθμός για τα κυπριακά δεδομένα, όσο και σε σύγκριση με την αντίσταση στην επιβολή της απριλιανής δικτατορίας και προηγούμενων πραξικοπημάτων στην Ελλάδα: Οι πεσόντες στις συγκρούσεις και δολοφονηθέντες που ανήκαν στις πιστές στον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας δυνάμεις (Αστυνομία / Εφεδρικό και μέλη ένοπλων ομάδων πολιτών) ήταν 41, οι πολίτες – παράπλευρες απώλειες 16 (ανάμεσά τους και ένα κοριτσάκι επτά χρονών), ενώ οι στρατιωτικές δυνάμεις που πήραν μέρος στο πραξικόπημα είχαν άλλους τόσους νεκρούς: 36 Κυπρίους και πέντε Ελλαδίτες (τρεις αξιωματικοί, οι δύο των ΛΟΚ). Ανάμεσα στα πιο αποτρόπαια εγκλήματα ήταν η εν ψυχρώ δολοφονία τεσσάρων νέων, πιστών στον Μακάριο, μετά τη σύλληψή τους από άτακτους της ΕΟΚΑ Β΄, στον Άγιο Τύχωνα Λεμεσού, στις 16 Ιουλίου 1974.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, αφού διέφυγε από τη Λευκωσία, κατάφερε να φτάσει με περιπετειώδη τρόπο μέσω της Μονής Κύκκου στην Πάφο, η οποία παρέμενε στα χέρια των νόμιμων δυνάμεων του κράτους και των υποστηρικτών του, καθώς οι ολιγάριθμοι εξ Ελλάδος αξιωματικοί των στρατοπέδων της περιοχής είχαν συλληφθεί. Στο κτίριο της Μητρόπολης Πάφου, αργά το απόγευμα της 15ης Ιουλίου, ηχογραφήθηκε το ιστορικό ραδιοφωνικό διάγγελμα με το οποίο ο πρόεδρος της Κύπρου διέψευδε την «είδηση» που επαναλαμβανόταν από το ΡΙΚ ότι «ο Μακάριος είναι νεκρός» και καλούσε τον λαό σε αντίσταση στο χουντικό πραξικόπημα. Ωστόσο την επομένη, 16 Ιουλίου, για την αποφυγή αιματοχυσίας, καθώς κατευθύνονταν στην Πάφο μονάδες στρατού και πυροβολικό, και η ακταιωρός «Λεβέντης» είχε αρχίσει να βάλλει εναντίον της πόλης, ο Μακάριος αναγκάστηκε να διαφύγει με βρετανικό ελικόπτερο που τον μετέφερε στη στρατιωτική βάση του Ακρωτηρίου. Από εκεί, αεροπλάνο τον μετέφερε στη Μάλτα και στις 17 Ιουλίου έφτασε στο Λονδίνο. Στη συνέχεια μετέβη στη Νέα Υόρκη, όπου στις 19 Ιουλίου μίλησε στo Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και κατήγγειλε την ανατροπή του από την ελληνική στρατιωτική δικτατορία.
Στη Λευκωσία, το μεσημέρι της 15ης Ιουλίου 1974, ύστερα από αρνήσεις ή αδυναμία εντοπισμού των υποψηφίων που είχε υποδείξει η Αθήνα (τα ονόματα είχε απομνημονεύσει ειδικός αγγελιαφόρος αξιωματικός), οι επικεφαλής του πραξικοπήματος διόρισαν «πρόεδρο της Δημοκρατίας», τον διευθυντή της εφημερίδας «Μάχη», βουλευτή και παλιό αγωνιστή της ΕΟΚΑ, Νίκο Σαμψών. Αργότερα, ανακοινώθηκαν και τα υπόλοιπα μέλη της πραξικοπηματικής «κυβέρνησης». Το νέο καθεστώς επέβαλε λογοκρισία στον Τύπο, ενώ το ΡΙΚ τέθηκε κάτω από στρατιωτικό έλεγχο. Οι κρατούμενοι στις φυλακές μέλη και υποστηρικτές της ΕΟΚΑ Β΄ αφέθηκαν ελεύθεροι και μαζί με ομοϊδεάτες τους και δεκάδες έφεδρους αξιωματικούς που κλήθηκαν στα όπλα βοήθησαν στην επιβολή του πραξικοπήματος. Την ίδια ώρα, δεκάδες πολίτες συνελήφθησαν και πολλοί από αυτούς υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια. Η «διακήρυξις των κυπριακών Ενόπλων Δυνάμεων» απέδιδε το πραξικόπημα στον «διαγραφόμενον κίνδυνον να περιέλθουν αι Ένοπλοι Δυνάμεις εις χείρας αναρχικών και εγκληματικών στοιχείων» και -για τραγική ειρωνεία- διαβεβαίωνε ότι θα συνεχίζονταν οι διακοινοτικές συνομιλίες όπως και «η αδέσμευτος εξωτερική πολιτική ως μέχρι τούδε»…
Η τουρκική εισβολή
Στις πρωινές ώρες του Σαββάτου, 20ης Ιουλίου 1974, η Κύπρος, σπαρασσόμενη από το προηγηθέν πραξικόπημα, δέχθηκε από αέρος και θαλάσσης τουρκική στρατιωτική επίθεση. Ήταν μια εισβολή που αν και είχε προαναγγελθεί από την προηγούμενη ημέρα από όλα τα μεγάλα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, που μετέδιδαν μάλιστα και τις σχετικές εικόνες από το λιμάνι της Μερσίνας, κατέλαβε απροετοίμαστα τα στρατιωτικά επιτελεία στην Αθήνα και τη Λευκωσία και απέδειξε με τραγικό τρόπο την εγκληματική ανεπάρκεια και επαγγελματική ανικανότητα της δικτατορικής ηγεσίας: Των ίδιων αξιωματικών που είχαν αφιερώσει ολόκληρες εβδομάδες σχεδιάζοντας την επιτυχία του πραξικοπήματος εναντίον του Μακαρίου.
Η ηγεσία του πραξικοπήματος απέφυγε να προωθήσει τις προβλεπόμενες στρατιωτικές μονάδες στις ακτές της Κερύνειας κατά τις νυκτερινές ώρες και το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ), σε πλήρη σύγχυση, ανέμενε μάταια οδηγίες από το Πεντάγωνο, την ώρα που τα τουρκικά πλοία πλησίαζαν την Κύπρο, αντί να θέσει άμεσα σε εφαρμογή το Σχέδιο Αμύνης. Παράλληλα, μονάδες της Εθνοφρουράς, με βασικό ρόλο στην άμυνα των βόρειων ακτών της Κύπρου, είχαν μεταφερθεί τις προηγούμενες ημέρες από την επαρχία Κερύνειας και τη Λευκωσία στην Πάφο για να καταπνίξουν την Αντίσταση και 64 64 ήταν καταπονημένες, ενώ η επιστράτευση (με προβλήματα) κηρύχθηκε με αρκετή καθυστέρηση, το πρωί της 20ης Ιουλίου.
Ήδη, όμως, από τις 4.45 π.μ. η τουρκική αεροπορία είχε αρχίσει να βομβαρδίζει με σφοδρότητα στρατιωτικούς στόχους στην Κερύνεια και στη Λευκωσία, ενώ λίγη ώρα αργότερα βυθίστηκαν από τουρκικά πυρά, στα ανοικτά της Κερύνειας, δύο τορπιλάκατοι του Κυπριακού Ναυτικού που είχαν σπεύσει να εμποδίσουν τα δεκάδες πολεμικά εχθρικά πλοία και γύρω στις 06.00 είχε αρχίσει, χωρίς ενόχληση, η ρίψη Τούρκων αλεξιπτωτιστών στην περιοχή Κιόνελι, για την ενίσχυση του τουρκοκυπριακού θύλακα Λευκωσίας – Αγύρτας. Οι βομβαρδισμοί των τουρκικών αεροπλάνων βρήκαν αρκετά τάγματα Πεζικού, τις περισσότερες μοίρες Πυροβολικού, τους άνδρες της ΕΛΔΥΚ ακόμη και το ίδιο το ΓΕΕΦ, εντός των στρατοπέδων τους.
Δύο τάγματα που διατάχθηκαν βεβιασμένα να κινηθούν στο φως της καλοκαιρινής ημέρας σε φάλαγγα προς τις βόρειες ακτές, χρησιμοποιώντας τον βασικό οδικό άξονα Λευκωσίας – Κερύνειας στη γυμνή πεδιάδα της Δυτικής Μεσαορίας και χωρίς αντιαεροπορική κάλυψη, το 281 ΤΠ και στο 286 ΜΤΠ (το μοναδικό μηχανοκίνητο τάγμα της Εθνικής Φρουράς) αποτέλεσαν εύκολη λεία για την τουρκική αεροπορία και ουσιαστικά το δεύτερο εξουδετερώθηκε. Το 286 ΜΤΠ θρήνησε από την τουρκική αεροπορική επιδρομή στον Κοντεμένο επτά νεκρούς αξιωματικούς και οπλίτες και είχε και 25 τραυματίες (ανάμεσά τους και ο διοικητής του, ανχης Γ. Μπούτος, που απεβίωσε στις 3 Αυγούστου 1974). Το τραγικό περιστατικό απέδειξε από τις πρώτες ώρες του πολέμου την εγκληματική ανεπάρκεια της στρατιωτικής ηγεσίας η οποία είχε επωμισθεί την ευθύνη για την άμυνα της Κύπρου εκείνες τις κρίσιμες ώρες. Την ανικανότητα της ηγεσίας του ΓΕΕΦ τεκμηριώνουν, με ανείπωτη οδύνη για τον σημερινό 65 65 αναγνώστη, οι διάλογοι μεταξύ στρατιωτικών επιτελείων Λευκωσίας και Αθήνας, τις πρωινές ώρες της 20ης Ιουλίου 1974: το ΓΕΕΦ, την ώρα που δεχόταν τους εχθρικούς βομβαρδισμούς και παρακολουθούσε τις ρίψεις των αλεξιπτωτιστών ζητούσε εναγωνίως διαταγές από την Αθήνα, η οποία συνιστούσε αυτοσυγκράτηση, επιμένοντας ότι οι «Τούρκοι έκαναν απλώς επίδειξη δύναμης».
Μια πιθανή απάντηση για την ανεξήγητη σιωπή του Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων τις πρώτες ώρες της εισβολής, μπορεί να αναζητηθεί στα όσα ειπώθηκαν στη συνάντηση της χουντικής ηγεσίας (Ανδρουτσόπουλος, Μπονάνος, Ιωαννίδης) με τον Αμερικανό υφυπουργό Τζόζεφ Σίσκο, στις 18 Ιουλίου στην Αθήνα. Σύμφωνα με όσα κατέθεσε ο Μπονάνος στην Επιτροπή του Φακέλου Κύπρου στη Βουλή των Ελλήνων τον Δεκέμβριο του 1986, ο Σίσκο είχε ζητήσει, πηγαίνοντας στην Άγκυρα, «να έχει κάτι να δώσει στους Τούρκους και το διευκρίνισε αυτό, σαφώς, λέγοντας ότι πρέπει να δώσουμε μια διέξοδο προς την θάλασσα στους Τουρκοκύπριους» (Ακριβές απόσπασμα από τα Πρακτικά). Ήταν σαφές ότι ο Αμερικανός υφυπουργός εννοούσε την Κερύνεια. Ο Μπονάνος υποστήριξε ότι είχαν αρνηθεί την υπόδειξη του Σίσκο, ωστόσο το γεγονός είναι ότι ο Ιωαννίδης και η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων άφησαν ανυπεράσπιστη την Κύπρο είτε λόγω λανθασμένης εκτίμησης της κρισιμότητας της κατάστασης, δηλαδή ηλιθιότητας, είτε σκοπίμως. Τις πρωινές ώρες της 20ης Ιουλίου, οι πρώτοι Τούρκοι πεζοναύτες αποβιβάστηκαν στο Πέντε Μίλι, δυτικά της Κερύνειας, και προωθήθηκαν στις υπώρειες της οροσειράς του Πενταδακτύλου. Λίγο αργότερα, στον ίδιο χώρο αποβιβάστηκε μια ίλη τουρκικών τεθωρακισμένων Μ47, πυροβόλα, ερπυστριοφόρα οχήματα και δυνάμεις πεζικού. Το δεύτερο και ισχυρότερο αποβατικό κύμα έφτασε στις ακτές της Κερύνειας το 66 66 πρωί της 22ας Ιουλίου, υπό τον στρατηγό Ντεμιρέλ. Παρά την απεγνωσμένη ασυντόνιστη άμυνα μερικών δεκάδων ανδρών και αξιωματικών του 251ΤΠ και της 33ης Μοίρας Καταδρομών, οι τουρκικές δυνάμεις, το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, έφτασαν στην είσοδο της Κερύνειας και τμήματά τους προωθήθηκαν στον Πενταδάκτυλο, πετυχαίνοντας τη συνένωση του προγεφυρώματος με τον θύλακα Λευκωσίας - Αγύρτας. Λίγο αργότερα, το ίδιο απόγευμα (16.00 της 22ας Ιουλίου) τέθηκε σε ισχύ η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός.
Η κατάληψη της μικρότερης και γραφικότερης κυπριακής πόλης ήταν τεράστιο εδαφικό και συμβολικό πλήγμα για την Κυπριακή Δημοκρατία. Για τις τουρκικές δυνάμεις ήταν μια ένεση γοήτρου καθώς παρά την πολλαπλάσια υπεροπλία και την κυπριακή αποδιοργάνωση δεν είχαν πετύχει άλλα ουσιαστικά κέρδη. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν εξουδετερώσει, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, τους περισσότερους τουρκικούς θύλακες, σε διάφορες περιοχές του νησιού. Όμως το επιτελείο του ΓΕΕΦ απέτυχε να αξιολογήσει την κατάσταση και δεν έδωσε το βάρος που έπρεπε στην προσπάθεια εξάλειψης του τουρκικού προγεφυρώματος, παρά τις επιτυχίες των δυνάμεων καταδρομών που εκπόρθησαν με δυσκολία και ηρωισμό, το βράδυ της 20ης Ιουλίου, εχθρικές οχυρές θέσεις στον Πενταδάκτυλο. Κομβικό γεγονός, όχι τόσο για την άμυνα της Κύπρου όσο για το ηθικό των αμυνομένων και για την εκδίωξη του αισθήματος της παγερής εγκατάλειψης από την Ελλάδα θα μπορούσε να αποβεί η επιχείρηση «Νίκη», εάν δεν είχε τραγική κατάληξη. Από τις 02.00 μέχρι τις 03.30 μετά τα μεσάνυκτα τις 21ης προς την 22α Ιουλίου εκτελώντας μια παράτολμη αποστολή δώδεκα μεταγωγικά αεροπλάνα της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας, τύπου «Νοράτλας», προσέγγισαν για προσγείωση στο Αεροδρόμιο Λευκωσίας. Είχαν απογειωθεί από τη Σούδα της Κρήτης και μετέφεραν 300 άνδρες της Α΄ Μοίρας Καταδρομών. Λόγω του χάους που επικρατούσε το ένα αεροπλάνο καταρρίφθηκε από φίλια πυρά της κυπριακής Εθνοφρουράς και κατέπεσε στην περιοχή της Μακεδονίτισσας, κοντά στο Αεροδρόμιο. Άλλα τρία αεροσκάφη δεν κατέστη δυνατό να απογειωθούν για την επιστροφή τους και πυρπολήθηκαν για να μην τεκμηριωθεί η ελληνική αποστολή. Το σύνολο των θυμάτων ήταν τέσσερις αξιωματικοί και άνδρες της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας και 29 καταδρομείς. Όσοι κατάφεραν να αποβιβαστούν σώοι ήταν, μαζί με τους υπό μετάθεση άνδρες της 103ης σειράς της ΕΛΔΥΚ, που αν και είχαν αναχωρήσει από την Αμμόχωστο με το Α/Γ «Λέσβος» στις 19 Ιουλίου, επέστρεψαν στο νησί (αποβιβάστηκαν στην Πάφο) την επομένη, μετά την εκδήλωση της εισβολής, υπήρξαν το σύνολο της έμψυχης ελλαδικής στρατιωτικής συνδρομής στην Κύπρο για την αντιμετώπιση της τουρκικής επίθεσης. Ακολούθησαν, στα τέλη Ιουλίου, και μερικές αποστολές οπλισμού και πυρομαχικών με μικρά εμπορικά πλοία.
Η απουσία έμπρακτης συμπαράστασης από την Αθήνα, βαθμιαία επηρέασε αρνητικά το ηθικό των αμυνομένων και του άμαχου πληθυσμού. Το μεσημέρι της 20ής Ιουλίου, το «Έκτακτον Πολεμικόν Ανακοινωθέν υπ’ αρ. 5», είχε ενισχύσει, μέσω της συνεχούς επανάληψής του εν μέσω στρατιωτικών εμβατηρίων από το κυπριακό ραδιόφωνο, την αίσθηση της επικείμενης ελλαδικής συνδρομής, που έμελλε να διαψευσθεί οικτρά: «Ανακοινούται ότι η Ελλάς εκήρυξε γενικήν επιστράτευσιν. Διά ταύτης γίνεται αντιληπτόν ότι η Ελλάς ευρίσκεται παρά το πλευρόν της Κύπρου. Ζήτω η αιωνία Ελλάς.» Ας υπογραμμιστεί εδώ, ότι η αποστολή βοήθειας στην Κύπρο δεν αποτελούσε μια ανέξοδη ρητορεία, όπως αυτές που περιλαμβάνονταν στις μεγαλόστομες «εθνικοπατριωτικές διακηρύξεις» της ηγεσίας της δικτατορίας στην επταετία, αλλά αποτελούσε θεσμική υποχρέωση του ελληνικού κράτους, διατυπωμένη ρητά στις Συμφωνίες της κυπριακής ανεξαρτησίας. Επιπλέον, τα επικαιροποιημένα «Σχέδια Αμύνης Κύπρου» προνοούσαν την αποστολή αεροπλάνων και υποβρυχίων από την Αθήνα για να συμβάλουν στην άμυνα του νησιού. Όπως έχουν υποστηρίξει δεκάδες Έλληνες αξιωματικοί, εάν αυτό συνέβαινε, έστω στις 22 Ιουλίου 1974, δηλαδή στο δεύτερο κύμα της απόβασης στις ακτές της Κερύνειας, θα είχαν επιτευχθεί καίρια πλήγματα στις τουρκικές δυνάμεις. Από τις καταθέσεις του «Φακέλου Κύπρου» και από το συνοδευτικό μαρτυρικό υλικό δημιουργούνται πελώρια αναπάντητα ερωτήματα τόσο για την ανάκληση των σχετικών διαταγών (τα ελληνικά μαχητικά ήταν έτοιμα να απογειωθούν από την Κρήτη, ενώ το ένα από τα δύο σταλέντα υποβρύχια είχε φτάσει μερικές δεκάδες ναυτικά μίλια μακριά από την Κερύνεια) όσο και για την επακολουθήσασα ατιμωρησία των υπευθύνων.
Στις 23 Ιουλίου 1974, μια μέρα μετά την κατάπαυση των εχθροπραξιών, και ενώ στην Ελλάδα κατέρρεε η δικτατορία υπό το βάρος της κυπριακής τραγωδίας, ο «πρόεδρος» της πραξικοπηματικής «κυβέρνησης», Ν. Σαμψών υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Καθήκοντα προεδρεύοντος της Δημοκρατίας ανέλαβε ο νόμιμος αναπληρωτής του Μακαρίου, πρόεδρος της Βουλής, Γλαύκος Κληρίδης. Δυο μέρες αργότερα, στις 25 Ιουλίου, άρχισαν στη Γενεύη συνομιλίες για το Κυπριακό. Στην τριμερή διάσκεψη, στο «Παλάτι των Εθνών», μετείχαν οι υπουργοί Εξωτερικών Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας, Τζ. Κάλλαχαν, Γ. Μαύρος και Τ. Γκιουνές. Είχε προηγηθεί, μια μέρα προηγουμένως, η άφιξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Αθήνα, που ορκίστηκε πρωθυπουργός και σχημάτισε κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Στις 30 Ιουλίου οι συνομιλίες της Γενεύης κατέληξαν σε συμφωνία που επιβεβαίωνε την αρχική κατάπαυση του πυρός (22 Ιουλίου), όριζε τη μη επέκταση των ζωνών που κατείχαν οι δύο αντίπαλοι και την αποφυγή κάθε νεότερης στρατιωτικής ενέργειας, και τη δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών. Τέλος, συμφωνήθηκε η έναρξη νέου γύρου συνομιλιών, στις 8 Αυγούστου, με τη συμμετοχή και των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, για την αποκατάσταση της ειρήνης, και «την επανεγκαθίδρυσιν συνταγματικής κυβερνήσεως εις την Κύπρον».
Η κατάπαυση του πυρός, την οποία υποτίθεται θα εξασφάλιζαν οι ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ, αποδείχθηκε κενό γράμμα για τους εισβολείς. Η τουρκική προέλαση συνεχίστηκε στα προάστια της Λευκωσίας και στον Πενταδάκτυλο, παρά την απέλπιδα αντίσταση των δυνάμεων της Εθνοφρουράς και της ΕΛΔΥΚ. Οι τουρκικές δυνάμεις προωθήθηκαν στις δυτικές κορυφές του Πενταδακτύλου και στις 6 Αυγούστου, ύστερα από φονικές μάχες, με δεκάδες νεκρούς και αγνοούμενους, κατέλαβαν τις μεγάλες κωμοπόλεις του Καραβά και της Λαπήθου. Ήταν μια επιβεβαίωση της αδυναμίας, τόσο του ΟΗΕ όσο και των δύο άλλων «εγγυητριών δυνάμεων» (Βρετανίας και Ελλάδας), να επιβάλουν τα συμφωνηθέντα στη Γενεύη. Την ίδια ώρα το κυπριακό πυροβολικό, που θα μπορούσε να ανακόψει την τουρκική προέλαση και τη συνεχή ροή ενισχύσεων από την Τουρκία κρατούσε δεσμευμένα τα πυροβόλα του. Η εξήγηση είναι κωμικοτραγική: Άγνωστος αξιωματούχος της Ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ είχε μεταφέρει την πληροφορία ότι εάν δρούσε το πυροβολικό κατά την εκεχειρία η τουρκική αεροπορία θα βομβάρδιζε την Αμμόχωστο και τη Λευκωσία και η ηγεσία του ΓΕΕΦ, εν απολύτω συγχύσει, υπάκουσε…
Παρά την κραυγαλέα τουρκική παρασπονδία, στις 8- 14 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η δεύτερη φάση της Διάσκεψης της Γενεύης, τις ίδιες ημέρες (9 Αυγούστου) που στις Ηνωμένες Πολιτείες ο πρόεδρος Νίξον υπέβαλλε την παραίτησή του εξαιτίας του σκανδάλου Γουότεργκεητ. Της ελληνοκυπριακής αντιπροσωπείας ηγούνταν ο Γλαύκος Κληρίδης και της τουρκοκυπριακής ο Ραούφ Ντενκτάς. Οι συνομιλίες οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Γκιουνές, απαίτησε να δοθεί στον έλεγχο των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, ποσοστό 34% του κυπριακού εδάφους, με τη μορφή καντονίων. Μάλιστα, ζήτησε να δοθεί απάντηση στην εξωφρενική του απαίτηση μέσα σε 36 ώρες. Το τουρκικό τελεσίγραφο αρνήθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, η Ελλάδα και η Κύπρος, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η τουρκική στάση εξόργισε και τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Τζ. Κάλλαχαν, ο οποίος προέβη σε σκληρές δηλώσεις εναντίον της Τουρκίας. Στην Κύπρο, τις ίδιες ώρες, μεγαλύτερη αίσθηση στον άμαχο πληθυσμό προκάλεσαν οι δηλώσεις του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Γεώργιου Μαύρου ο οποίος χαρακτήρισε ατιμωτικές τις τουρκικές προτάσεις, προσθέτοντας ότι «η Ελλάς προτιμά τον πόλεμον από την ατίμωσιν». Μεγαλοστομίες που έφεραν πρόσκαιρη αισιοδοξία για την ελλαδική συμπαράσταση και έμελλε να διαψευστούν άμεσα και τραγικά.
Η μαξιμαλιστική στάση του Γκιουνές ήταν προσχεδιασμένη, αφού αμέσως μετά την κατάρρευση των συνομιλιών της Γενεύης, οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, ενισχυμένες σε άνδρες, οπλισμό και πολεμικά μέσα, εξαπέλυσαν τον δεύτερο γύρο της εισβολής («Αττίλας 2», 14 - 16 Αυγούστου). Πλέον τα δεδομένα ήταν εντελώς διαφορετικά και η τουρκική υπεροπλία τόσο σε πολεμικό υλικό και μέσα όσο και σε στρατό (40.000 άνδρες) είχε μεταφερθεί και στο κυπριακό έδαφος, ενώ η αεροπορία και το ναυτικό συνέχισαν ανενόχλητα τις επιχειρήσεις τους. Τα τουρκικά στρατεύματα ολοκλήρωσαν την κατάληψη της οροσειράς του Πενταδακτύλου και προέλασαν με δεκάδες τεθωρακισμένα στην πεδιάδα της Μεσαορίας, εγκλωβίζοντας χιλιάδες Έλληνες, κυρίως στην περιοχή της Καρπασίας. Κατάφεραν εύκολα, παρά την απεγνωσμένη άμυνα μεμονωμένων ελληνικών τμημάτων, να φτάσουν και να εισέλθουν στην Αμμόχωστο, που είχε εγκαταλειφθεί μέσα σε συνθήκες πανικού τόσο από την Εθνική Φρουρά όσο και από τους κατοίκους της. Στα δυτικά κατελήφθη η Μόρφου και χωριά της περιοχής Ανατολικής Τηλλυρίας (εκεί η τουρκική προέλαση συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου), με αποτέλεσμα την επέκταση της ζώνης κατοχής στα σημερινά επίπεδα (Γραμμή Μόρφου – «Πράσινη γραμμή» Λευκωσίας - Αμμόχωστος).
Στη Λευκωσία, η ηρωική άμυνα λόχων της ΕΛΔΥΚ στην περιοχή του στρατοπέδου τους και μικρών τμημάτων της Εθνικής Φρουράς που δεν ακολούθησαν το γενικό κύμα φυγής και λιποταξιών, έσωσε την τιμή των ελληνικών όπλων και την κυπριακή πρωτεύουσα. Το πέρας της τουρκικής εισβολής είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη και την κατοχή, από τότε, του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Ελλάδα, στη μεταβατική περίοδο για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, δεν μπόρεσε να συμπαρασταθεί στην αμυνόμενη Κυπριακή Δημοκρατία, και δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις ούτε της «εγγυήτριας δύναμης» ούτε του «Εθνικού Κέντρου», για το προβάδισμα του οποίου έγινε τόσος λόγος στη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας. Μόνη αντίδραση, για την τιμή των όπλων και τις εντυπώσεις, ήταν η ανακοίνωση της αποχώρησης από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Το βράδυ της 14ης Αυγούστου 1974, και ενώ οι Τούρκοι συνέχιζαν την προέλασή τους, στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό. Χαρακτήρισε άφρον το πραξικόπημα στην Κύπρο, ενώ κατήγγειλε την Τουρκία ως απειλή για την ειρήνη του κόσμου.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός ομολόγησε ενώπιον του έθνους την αδυναμία της χώρας να βοηθήσει στην ανάσχεση της τουρκικής προέλασης στη μεγαλόνησο: «Η ένοπλος αντιμετώπισις των Τούρκων εις την Κύπρον καθίστατο αδύνατος και λόγω αποστάσεως και λόγω των γνωστών τετελεσμένων γεγονότων. Και δεν ήτο δυνατόν να επιχειρηθή χωρίς τον κίνδυνον εξασθενήσεως της αμύνης αυτής ταύτης της Ελλάδος.»