Share
Visit Us
email us
CLICK TO VIEW THE WHOLE PUBLICATION ONLINE

του Άγγελου Μ. Συρίγου, Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο. Βουλευτή ΝΔ στην Α΄ Αθηνών

1. Η γενική εικόνα των τελευταίων 50 ετών Από το 1974 έως το 2024 το Κυπριακό έχει μία εντυπωσιακή πορεία στη διεθνή πολιτική σκηνή από πλευράς ενασχολήσεως διεθνών οργανισμών και συλλογής ψηφισμάτων. Μεταξύ άλλων θα πρέπει να αναφερθούν 125 ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας,2 17 ψηφίσματα της Γενικής Συνελεύσεως των ΗΕ (εκ των οποίων 5 ψηφίσματα για τους αγνοουμένους και 4 ψηφίσματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα), πάνω από 35 ψηφίσματα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τουλάχιστον 20 αποφάσεις και συστάσεις της Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τα αποτελέσματα αυτών των ψηφισμάτων υπήρξαν αντιστρόφως ανάλογα του αριθμού τους. Η Τουρκία τα αγνόησε απόλυτα. Στη διάρκεια αυτών των 50 ετών πέραν των αμέσως εμπλεκομένων, ο μόνος παράγοντας που έδειχνε ενδιαφέρον για το Κυπριακό ήταν ο ΟΗΕ. Οι προσπάθειες του γενικού γραμματέα. του ΟΗΕ να προτείνει διάφορες λύσεις του
2. Περιλαμβανομένου και του ψηφίσματος 2723/2024 για την ανανέωση της παραμονής της UNFICYP στο νησί. 80 80 Κυπριακού είναι ευάριθμες: τα Σημεία της Βιέννης τον Αύγουστο του 1983• η Συμφωνία-Πλαίσιο το 1986• οι Ιδέες Ντε Κουεγιάρ τον Ιούλιο του 1989• η Δέσμη Γάλι τον Αύγουστο του 1992• το Σχεδίου Ανάν που υπεβλήθη για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 2002 και πήρε την τελική μορφή του την άνοιξη του 2004• η διάσκεψη για την Κύπρο στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας τον Ιούνιο του 2017. Στην πραγματικότητα, όμως, η όλη κατάσταση στην Κύπρο μετά το 1974 αποδείχθηκε βολική για τις μεγάλες δυνάμεις. Οι εξελίξεις στην Κύπρο κατέστησαν προβλέψιμες και δεν επιφυλάσσουν εκπλήξεις για την ασφάλεια των συμφερόντων τους. Όσο και να ακούγεται κυνικό και δυσάρεστο, από το 1974 και μετά, στα μάτια των δυτικών, τα τουρκικά στρατεύματα επέβαλαν μία απαράδεκτη και άδικη ειρήνη αλλά πάντως ειρήνη (διότι στην πράξη πρόκειται περί ειρήνης και ουχί περί εκεχειρίας) και συνακολούθως διασφάλισαν τη σταθερότητα στην περιοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Τούρκοι τονίζουν συχνά ότι «μετά το 1974 δεν υπάρχει αιματοχυσία στο νησί».
3. Οι άμεσα ενδιαφερόμενες πλευρές, οι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, διεξάγουν από τον Ιανουάριο του 19754 3 Π.χ. Ψήφισμα 15ης Ιουλίου 1999 του τουρκικού κοινοβουλίου «με την ευκαιρία της συμπληρώσεως 25 ετών από την ειρηνευτική αποστολή της Κύπρου» όπου αναφέρεται ότι κατά της διάρκεια της εικοσιπενταετίας «δεν υπήρξε αιματοχυσία στην Κύπρο».
4. Η διεξαγωγή συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού συμφωνήθηκε κατά τη συνάντηση Κληρίδη-Ντενκτάς την 19η Δεκεμβρίου 1974. Ήσαν διαφορετικές ως προς το περιεχόμενο από τις συνομιλίες που διεξήχθησαν μετά την 6 Σεπτεμβρίου 1974 μεταξύ των ιδίων συνομιλητών και αναφέρονταν σε ανθρωπιστικά θέματα, όπως την απελευθέρωση των αιχμαλώτων πολέμου. Για περισσότερα βλ. Τζερμιάς, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, με συνομιλίες για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Οι συνομιλίες αυτές, σχοινοτενείς και αδιέξοδες επί πολλά χρόνια, προκάλεσαν με το πέρασμα των ετών την παντελή αδιαφορία της διεθνούς κοινότητας. Επίσης απογοήτευσαν την ελλαδική και κυπριακή κοινή γνώμη και δημιούργησαν ένα κλίμα φαινομενικής αδιαφορίας ως προς την επανάληψή τους. Η Τουρκία αντιθέτως, αντιμετώπιζε εμφανώς τις συνομιλίες είτε ως βάρος είτε ως διέξοδο για την εκτόνωση διεθνών πιέσεων. Η κυπριακή κυβέρνηση διαχειρίζεται -με δυσκολία λόγω μικρού μεγέθους- την επί πενήντα χρόνια συνεχιζόμενη κατοχή του 37% του εδάφους του νησιού από την Τουρκία. Η Ελλάδα ακολουθεί κατά κανόνα τις επιλογές της κυπριακής ηγεσίας. Η Τουρκία εμφανώς θεωρεί ότι το Κυπριακό λύθηκε το 1974 με την εισβολή. Μοναδικό ζήτημα σε εκκρεμότητα για την Τουρκία είναι ότι τα κατεχόμενα αποτελούν μία μαύρη τρύπα στον χάρτη της ανατολικής Μεσογείου. Κανένα κράτος δεν έχει αναγνωρίσει επισήμως τα αποτελέσματα της κατοχής. Η δε Βρετανία διατηρεί με ζηλοτυπία τον ρόλο του «εκείνου που κατέχει τον στυλογράφο» (penholder). Είναι δηλαδή το μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας που συντάσσει τα ψηφίσματα για το Κυπριακό και καθοδηγεί τις σχετικές διαπραγματεύσεις. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, συνομιλούν κατά καιρούς από τον Ιανουάριο του 1975 και μετά για την άρση της κατοχής από την Τουρκία.
5. Η τελευταία, αν και κατέχουσα, δεν εμπλέκεται τυπικώς στις συνομιλίες. αναδρομής τη ζωή της μεγαλονήσου στο διάβα των χιλιετιών, Τόμος Β, εκδόσεις Libro, Αθήνα 200, σελ. 763, 769. 5 Η διεξαγωγή συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού συμφωνήθηκε κατά τη συνάντηση Κληρίδη-Ντενκτάς την 19η Δεκεμβρίου 1974. Ήσαν διαφορετικές ως προς το περιεχόμενο από τις συνομιλίες που διεξήχθησαν μετά την 6 Σεπτεμβρίου 1974

Προτάσεις στρατηγικής ως τροφή για σκέψη


α. Πρόταση 1: Η «μη λύση» ως λύση
Ύστερα από τόσα χρόνια άκαρπων συνομιλιών με την άλλη πλευρά και με δεδομένη την πρόταση λύσεων από πλευράς ΟΗΕ που είτε καθιστούν ομήρους τους Ελληνοκυπρίους στους Τουρκοκυπρίους είτε ναρκοθετούν την ευμάρεια του ελεύθερου τμήματος, προβάλλει ως λύση η «μη λύση».
Επί παραδείγματι, μετά την κατάθεση του Σχεδίου Ανάν το 2002 ακούσθηκε στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου το ερώτημα «γιατί πρέπει να συνυπάρξουν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι σε ένα κοινό κράτος που δεν θα λειτουργεί και θα δημιουργεί περισσότερα προβλήματα;»
Επίσης, η μεγάλη οικονομική διαφορά μεταξύ των κατεχομένων περιοχών με τις ελεύθερες, οδήγησε πολλούς στο συμπέρασμα ότι ο πλούσιος νότος θα χρηματοδοτεί για χρόνια τον βορρά.
Η διαιώνιση της παρούσας καταστάσεως σημαίνει ότι δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτή de jure η τουρκική εισβολή και τα αποτελέσματά της. Μέσω της διαιωνίσεως του προβλήματος θα δημιουργούνται προβλήματα στην Τουρκία, που θα βρίσκει ως συνεχές εμπόδιο το Κυπριακό στην διεθνή και ευρωπαϊκή πορεία της. Επιπλέον τα κατεχόμενα θα συνεχίσουν να αποτελούν μία μαύρη τρύπα στον χάρτη.  
Ουσιαστικά η λύση της «μη λύσεως» καθίσταται ως η πλέον πιθανή προοπτική για τα επόμενα χρόνια. Μία τέτοια λύση θα οδηγήσει με το πέρασμα των ετών σε εκφυλισμό της όλης προσπάθειας. Ο κίνδυνος είναι η «μη λύση» να διολισθήσει προς εμπέδωση των κατοχικών δεδομένων στα κατεχόμενα και σταδιακή νομιμοποίηση της «ΤΔΒΚ». Για αυτόν τον λόγο, έστω και εάν επιλεγεί ως λύση ανάγκης, θα πρέπει να συνοδεύεται από στρατηγική αντιμετωπίσεως των προβλημάτων που θα δημιουργηθούν. Ως προς τους εθνικούς στόχους που προαναφέρθηκαν το πρόβλημα είναι ότι η «μη λύση» συνεχίζει τον άμεσο έλεγχο του βόρειου τμήματος του νησιού από την Τουρκία. Παράλληλα επιτρέπει τον έμμεσο έλεγχο στις ελεύθερες περιοχές, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις παράνομες αλλά υπαρκτές κινήσεις της Τουρκίας για θαλάσσιες έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ.
Το πλεονέκτημα της «μη λύσεως» είναι ότι διασφαλίζει τη δυνατότητα στον ελληνισμό να πολλαπλασιάζει το διεθνές βάρος του μέσα από τον άξονα Ελλάδος-Κύπρου που διασυνδέεται σε στρατηγικά σχήματα με άλλα κράτη της περιοχής (π.χ. Ισραήλ, Αίγυπτος).

β. Πρόταση 2: αποδοχή των τετελεσμένων με δημιουργία δύο ανεξάρτητων κρατών
Μία άλλη δυνατότητα είναι η οριστική αποδοχή των τετελεσμένων του 1974 και η νομιμοποίηση του Αττίλα με τη δημιουργία δύο ανεξάρτητων κρατών. Ως αντιστάθμισμα της νομιμοποιήσεως θα μπορούσαν να δοθούν στην ελληνοκυπριακή πλευρά τμήματα εδαφών που σήμερα είναι υπό τουρκική κατοχή και πιο συγκεκριμένα τα εδάφη που  σύμφωνα με το Σχέδιο Ανάν θα επιστρέφονταν στους Ελληνοκυπρίους.
Αυτή η λύση θα σήμαινε τον οριστικό χωρισμό των δύο κοινοτήτων οι οποίες θα ακολουθήσουν η κάθε μία το δρόμο της ως ξεχωριστά ανεξάρτητα κράτη. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα εξακολουθήσει το δρόμο της αναπτύξεως, ενώ το κατεχόμενο τμήμα κατά μία άποψη θα ενταχθεί στην ΕΕ ή σε αντίθετη περίπτωση αργά η γρήγορα θα ενωθεί με την Τουρκία.
Ως πλεονέκτημα της προτάσεως είναι η οριστική και ξεκάθαρη ρύθμιση του θέματος. Οι ελεύθερες περιοχές δεν θα είχαν την τροχοπέδη ενός άκαμπτου συνταγματικού καθεστώτος που θα διανέμει την εξουσία με τους Τουρκοκυπρίους, ενός κράτους που θα καλείται διαρκώς να βρει την ισορροπία του ανάμεσα σε νομικούς δογματισμούς τύπου Σχεδίου Ανάν και ενός αμφιλεγόμενου συστήματος διεθνών εγγυήσεων. Επιπλέον, τυχόν ένταξη στην ΕΕ των κατεχομένων περιοχών ως ανεξάρτητου κράτους θα διαμόρφωνε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για σταδιακή αυτονόμηση των Τουρκοκυπρίων από την Τουρκία. Στο βαθμό που θα συνοδευόταν και από οριστική λύση στο θέμα των περιουσιακών δικαιωμάτων, θα προσέφερε το κατάλληλο πλαίσιο για επενδύσεις στο τουρκοκυπριακό κράτος, όπου τον κύριο λόγο θα είχαν φυσικά οι Ελληνοκύπριοι.
Το πιο σοβαρό πρόβλημα αυτής της προτάσεως είναι ότι οι Τούρκοι δεν δείχνουν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων έστω και μικρό τμήμα των εδαφών που κατέλαβαν πολεμώντας το 1974, ακόμη και εάν το αντάλλασσαν με νομιμότητα. Το πλέον πιθανόν σε μία τέτοια περίπτωση θα είναι η ελληνοκυπριακή πλευρά να προσφέρει νομιμοποίηση και να μην πάρει ως αντάλλαγμα ούτε σπιθαμή 98 98 κατεχομένου εδάφους. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι η ΕΕ μάλλον δεν θα δεχόταν την ένταξη του τουρκοκυπριακού κράτους. Γιατί τα 27 μέλη της ΕΕ να αποδεχθούν στους κόλπους τους ένα κράτος το οποίο θα λειτουργεί ως η μακρά χειρ της Άγκυρας;

γ. Πρόταση 3: Δημιουργία διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας
Πρόκειται περί της λύσεως που έχει υιοθετηθεί από τον ΟΗΕ και εν γένει τη διεθνή κοινότητα. Υποτίθεται ότι στόχος αυτής της πολιτικής είναι η δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους (που θα αποτελεί συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία θα παραμείνει ενιαία και αδιαίρετη), όπου οι Τουρκοκύπριοι θα έχουν αυξημένη προστασία και συνακόλουθα δικαιώματα. Δυστυχώς, το Σχέδιο Ανάν (που απερρίφθη με 75,8% από τους Ελληνοκυπρίους) ήταν μία μορφή ομοσπονδιακού κράτους που εκινείτο εντός των προβλέψεων των σχετικών ψηφισμάτων ΟΗΕ για διζωνικότητα και δικοινοτικότητα. Οι προβλέψεις του θα οδηγούσαν σε ένα υβριδικό κρατικό μόρφωμα, δυσλειτουργικό, εύκολα χειραγωγούμενο από την Τουρκία, με πολίτες δύο κατηγοριών αναλόγως της εθνικής τους καταγωγής και με έτοιμα σημεία διαφωνιών και εντάσεων.
Δυστυχώς, όλες οι προτάσεις που προέρχονται από τη διεθνή κοινότητα μέχρι σήμερα βασίζονται στη λογική του Σχεδίου Ανάν. Ουσιαστικά αποτελούν μετεξελίξεις του χωρίς να αλλάζουν τα βασικά χαρακτηριστικά του. Μπορεί να περιέχουν επί μέρους βελτιώσεις στη λειτουργικότητα του κράτους, στην ασφάλεια ή στις εγγυήσεις για εφαρμογή των συμπεφωνημένων. Το βασικό πλαίσιο, όμως, που βασίζεται 99 99 στην ηγεμονική θέση της Τουρκίας για την επίλυση του Κυπριακού, παραμένει το ίδιο. Επειδή ουδείς από την ελληνοκυπριακή πλευρά μπορεί να αναλάβει αυτό το φορτίο, η «μη λύση» ως λύση, δηλαδή́ η διαιώνιση της παρούσας καταστάσεως, προβάλλει ως η πλέον πιθανή́προοπτική́.

7. Πρόταση στρατηγικής: νέο πρότυπο κρατικής οργανώσεως με συντακτική συνέλευση
Στις μέχρι τώρα προτάσεις του ΟΗΕ (με δεσπόζουσα αυτή του Σχεδίου Ανάν) τίθενται μετ’ επιτάσεως διάφορα ερωτήματα: Τί σημαίνει δικοινοτικότητα; Πόσο θα επηρεάζει την καθημερινή λειτουργία του κράτους; Ποιο θα πρέπει να είναι το περιεχόμενο της ομοσπονδίας; Θα είναι «χαλαρή» ή «συνεκτική» ομοσπονδία; Πόσο ισχυρή θα πρέπει να είναι η κεντρική κυβέρνηση; Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Εάν το ομοσπονδιακό κράτος είναι δυσλειτουργικό και όλα τα όργανά του απαιτούν τη συμμετοχή και των δύο κοινοτήτων για τη λήψη αποφάσεων, τότε ποιος είναι ο λόγος να φορτωθεί με πολλές αρμοδιότητες; Αντίστοιχο ερώτημα τίθεται, εάν οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορέσουν να απογαλακτισθούν από την Τουρκία, οπότε θα εκφράζουν ουσιαστικά τις απόψεις της Άγκυρας μέσα στα ομοσπονδιακά όργανα.
Έως τώρα τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα τις δίνει ο ΟΗΕ. Η ελληνική πλευρά τοποθετείται επί των προτάσεων του ΟΗΕ θετικά ή αρνητικά, προβαίνει σε αντιπροτάσεις αλλά ουδέποτε έχει καταθέσει μία συνολική πρόταση για την επίλυση του Κυπριακού• μία πρόταση που να εμπεριέχει το όραμα της ελληνικής πλευράς για τη σωστή και δίκαιη επίλυση του 100 100 Κυπριακού προβλήματος. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μέσω συντακτικής συνελεύσεως που θα δημιουργήσει ένα νέο Σύνταγμα για την Κυπριακή Δημοκρατία.
Υπάρχει αντικειμενικά λόγος για ένα νέο Σύνταγμα; ΝΑΙ! Από το 1964 οπότε οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από τα όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν εφαρμόζεται (δηλαδή είναι αδύνατον να τύχει εφαρμογής) το 30% των άρθρων του. Έχουν γίνει βεβαίως ρυθμίσεις οι οποίες βασίζονται στο δόγμα της ανάγκης (salus populi, suprema lex) και στη ριζική αλλαγή των συνθηκών (rebus sic stantibus). Αυτές όμως ήσαν απαραίτητες για να λειτουργήσει το κράτος, στην ανώμαλη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στο κατά τα άλλα διαμορφωμένο επί τη βάσει της δυαδικής αρχής Σύνταγμα του 1960. Επί παραδείγματι στην 80μελή κυπριακή Βουλή εκλέγονται μόνον οι 56 ελληνοκύπριοι βουλευτές, ενώ οι θέσεις των 24 Τουρκοκυπρίων παραμένουν κενές.14 Μπορεί, όμως, η Κυπριακή Δημοκρατία, εξήντα χρόνια μετά το 1964, να πάψει να επικαλείται το δίκαιο της ανάγκης και να δημιουργήσει αυτό το νέο Σύνταγμα.

Σύμφωνα με το άρθρο 62 του Συντάγματος 1960 ο αριθμός των βουλευτών ανερχόταν σε 50 εκ των οποίων οι 35 για την ελληνική κοινότητα της Κύπρου και οι 15 για την τουρκική κοινότητα. Λόγω της συμμετοχής της κυπριακής βουλής σε πολλούς διεθνείς κοινοβουλευτικούς οργανισμούς αλλά και της αυξήσεως των κοινοβουλευτικών επιτροπών, ο αριθμός των 35 βουλευτών δεν επαρκούσε. Για αυτόν το λόγο, με απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων, της 20ης Ιουνίου 1985, οι βουλευτικές έδρες αυξήθηκαν σε 80 (πενήντα έξι για τους Ελληνοκυπρίους και 24 για τους Τουρκοκυπρίους. Όπως αναφέρεται στο σχετικό ενημερωτικό δελτίο της κυπριακής Βουλής «Δε διεξήχθησαν εκλογές για πλήρωση των είκοσι τεσσάρων εδρών της τουρκικής κοινότητας, οι οποίες παρέμειναν κενές».  

Στόχος μία τέτοιας πορείας θα είναι η δημιουργία σε εσωτερικό επίπεδο μίας νέας κρατικής οργανώσεως με υιοθέτηση νέου σύγχρονου Συντάγματος. Στη σύνταξη του σχεδίου του νέου Συντάγματος θα πρέπει να συμμετέχουν και προσωπικότητες διεθνούς κύρους που θα διασφαλίζουν την έξωθεν καλή μαρτυρία. Άξονες του νέου συντάγματος θα πρέπει να είναι:
• Η συνέχεια του υφισταμένου κράτους που δεν θα επηρεάζει τη νομική προσωπικότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
• Σεβασμός της δημοκρατικής αρχής
• Η απόλυτη προστασία των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων που απολαμβάνουν όλοι οι πολίτες στις πολιτισμένες και δημοκρατικές χώρες του κόσμου και ιδίως της Ευρώπης
• Η απόλυτη λειτουργικότητα των οργάνων του κράτους λαμβανομένων υπ’ όψιν και των ιδιαίτερων ιστορικών συνθηκών της Κύπρου
Για να μην υπάρξει απόλυτη ρήξη με τη διεθνή κοινότητα (που επί χρόνια κινείται προς την κατεύθυνση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας) καλό θα είναι το νέο κράτος να κινείται σε αυτή τη λογική, προσαρμόζοντάς αυτήν όμως προς την προστασία των δικαιωμάτων των δύο κοινοτήτων και όχι προς κάτι άλλο.
Η προοπτική αυτή δεν είναι χωρίς σοβαρά προβλήματα. Είναι βέβαιον ότι η Τουρκία θα αντιδράσει έντονα. Θα επιχειρήσει να αμφισβητήσει το ισχυρότερο όπλο της Κυπριακής Δημοκρατίας: την επίσημη αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα, τη σφραγίδα του κράτους. Παράλληλα θα προσπαθήσει να αναβαθμίσει νομικά το ψευδοκράτος στα κατεχόμενα. Επίσης θα εκμεταλλευθεί πολιτικά το γεγονός ως απόδειξη της αδιαλλαξίας των Ελληνοκυπρίων. Από όλες τις προτάσεις 102 102 στρατηγικής, όμως, είναι η μόνη πρόταση που καλύπτει δυνητικά και τους τρεις άξονες εθνικής στρατηγικής.

8. Τα νέα δεδομένα
Η ανεύρεση μεγάλων ενεργειακών πηγών στην ανατολική́ Μεσόγειο το 2011 άλλαξε για πρώτη φορά τα δεδομένα λύσεως της Κυπριακού́. Κάποιο τμήμα της ελληνικής πλευράς φαίνεται να πιστεύει ότι τα κυπριακά́ ενεργειακά́ κοιτάσματα μπορούν να λειτουργήσουν ως δέλεαρ προς τους Τούρκους για να βρεθεί́ λύση. Πρόκειται περί́ευσεβούς πόθου. Η Τουρκία θα δεχόταν να βοηθήσει, μόνον εάν ενδιαφερόταν για την ευημερία των Τουρκοκυπρίων και δεν έβλεπε την Κύπρο στρατηγικά́. Η Τουρκία δεν θα αρκεστεί́να «συμμετέχει» στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών διά των Τουρκοκυπρίων. Σε μία τέτοια περίπτωση, οι τελευταίοι θα απολάμβαναν των ωφελημάτων ως κάτοικοι ενός αλλού ανεξάρτητου κράτους. Η Τουρκία θα θελήσει να εμπλακεί́ άμεσα στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών νοτίως του νησιού. Αυτό σημαίνει ότι θα επιχειρήσει να προσαρμόσει το όποιο σχέδιο λύσεως στη νομιμοποίηση της άμεσης συμμετοχής της στον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων της Κύπρου.
Η ανεύρεση κοιτασμάτων που βρίσκονται τυχαίως στο νότιο τμήμα του νησιού, που ελέγχεται από την Κυπριακή ∆ημοκρατία, είναι όντως πολύ σημαντική αλλά για διαφορετικό λόγο. ∆ίνει τη δυνατότητα στον ελληνικό παράγοντα να προχωρήσει σε μία στρατηγική κίνηση, φτιάχνοντας έναν ενεργειακό διάδρομο (π.χ. αερίου ή ηλεκτρικού ρεύματος) Κύπρου-Ελλάδος προς την Ευρώπη (και θεωρητικώς από την Ευρώπη προς τη Μέση Ανατολή). Είναι προφανές ότι συμφέρει 103 103 την Ευρώπη ο έλεγχος των κοιτασμάτων από́ τη σημερινή́ Κυπριακή́∆ημοκρατία παρά από ένα μόρφωμα (παραλλαγή του Σχεδίου Ανάν) εν δυνάμει ενεργούμενο της Τουρκίας.
Οι ενεργειακές πηγές που έχουν ανακαλυφθεί μέχρι στιγμής δεν επαρκούν για να γίνει αυτή η στρατηγική κίνηση. Πρωταρχικό μέλημα της ελληνικής πλευράς πρέπει να είναι η συνέχιση των ερευνών νοτίως της Κύπρου (και της Κρήτης). Μόνον έτσι υπάρχει ελπίδα η λύση στο Κυπριακό να είναι κάτι διαφορετικό από ένα νέο Σχέδιο Ανάν. Οι Τούρκοι προσπαθούν να ακυρώσουν αυτή την προοπτική. Για την ελληνική πλευρά πρώτο ζητούμενο είναι η ανεύρεση νέων ενεργειακών κοιτασμάτων. Σε περίπτωση επιτυχίας, οι συνομιλίες που θα ακολουθήσουν, θα γίνουν με άλλους όρους.
Η Κύπρος είναι ένας πολύ μικρός τόπος, ένα «αλωνάκι» κατά παράφραση του Διονυσίου Σολωμού. Αυτό το αλωνάκι κατέχει εξέχουσα θέση στα ελληνικά πολιτικά πράγματα που δεν θα πρέπει ούτε να λησμονείται ούτε να υποτιμάται. Η ελλαδική κοινή γνώμη μπορεί να ξεχνά καθημερινά το Κυπριακό, αλλά το συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων παραμένει σημαδεμένο από την τουρκική εισβολή το 1974 στη μεγαλόνησο και τη συνεχιζόμενη κατοχή. Θα είναι αδύνατον να υπάρξει οριστική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων χωρίς λύση και του Κυπριακού. Η ειρήνη στο Αιγαίο περνάει από την ειρήνη στην Κύπρο. Αντιστοίχως μία κακή λύση στην Κύπρο, θα έχει άμεσες συνέπειες στο Αιγαίο

Posted 
July 18, 2025
 in 
Ιστορία
 category

Join Our Newsletter and Get the Latest
Posts to Your Inbox

No spam ever. Read our Privacy Policy
Thank you! Your submission has been received!
Oops! Something went wrong while submitting the form.