Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Η Νάνσυ Αθανασοπούλου-Μυλωνά, με μία πορεία εξήντα ετών αδιάλειπτης παρουσίας στο θέατρο και τη χορογραφική τέχνη, διαμόρφωσε ένα σκηνικό σύμπαν που υπερβαίνει τη γραμμική αφήγηση και λειτουργεί ως τελετουργικός χώρος μύησης. Στο έργο της, η σκηνή δεν αποτελεί απλώς τόπο αναπαράστασης, αλλά μεταμορφώνεται σε ένα τελετουργικό σημείο συμπύκνωσης του είναι. Ένα πεδίο συνάντησης του χρόνου με την άχρονη εμπειρία, του βλέμματος με την ενόραση, του μύθου με την προσωπική μνήμη.
Γεννημένη στο Κάιρο, στο πνευματικό τοπίο της καβαφικής Αλεξάνδρειας, η Νάνσυ διαμόρφωσε την ταυτότητά της όχι ως απλό αποτέλεσμα γλωσσικών και πολιτισμικών επιρροών, αλλά ως υπαρξιακή επιλογή. «Το θέατρο με έκανε Ελληνίδα», δηλώνει, όχι ως αναφορά σε εθνική καταγωγή, αλλά ως βίωμα ενσώματης γλώσσας. Μία γλώσσα που έγινε για εκείνη εσωτερικός ρυθμός, μυητικός ψίθυρος, τρόπος του είναι. Η γλωσσική της εμπειρία, αρχικά κατακερματισμένη, συγκροτήθηκε σε ενότητα μέσα από τη σκηνική πράξη και την ποίηση.
Η ματιά της δεν επεδίωξε τη μίμηση. Στόχευσε στην εσωτερική αναγνώριση. Κάθε παράσταση, κάθε χειρονομία, κάθε παύση υπήρξε ένας σταθμός ενός συλλογικού προσκυνήματος στον πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας. Οι ρόλοι δεν υπήρξαν ποτέ χαρακτήρες. Υπήρξαν αρχέτυπα προσωπεία, φορείς μνήμης και αρχεγονικής εμπειρίας, ριζωμένα στον διαχρονικό Ελληνισμό και εκφρασμένα μέσα από την ομογένεια. Η σκηνοθεσία της ποτέ δεν κατασκεύαζε εικόνες αλλά αποκάλυπτε ιδέες.
Η απώλεια της μητέρας της σε ηλικία έξι χρονών χάραξε τον εσωτερικό της βίο. Η απουσία μεταμορφώθηκε σε θεατρικό συμβολισμό, η σιωπή έγινε γλώσσα, το πένθος μεταπλάστηκε σε προσφορά. «Όταν έπεφτα κάτω γρατζουνούσα τα χέρια και τα πόδια μου αλλά δεν είχα κάποιον να με «παρηγορήσει» και αυτό που πάντα έκανα ήταν να κοιτάω προς τον ουρανό γιατί οι μεγάλοι πάντα μου έλεγαν “Η μαμά σου είναι με τους αγγέλους”». Αυτή η ποιητική εμπειρία μετασχηματίστηκε σε έργο, σε ρόλους, σε κίνηση και σε λέξη. Στο πρόσωπό της, η τραυματική εμπειρία δεν εκφυλίστηκε ποτέ σε παθητικότητα. Κατ’ ουσίαν έγινε δημιουργική μνήμη.
Η τέχνη του ποιητικού Λόγου λειτούργησε ως ένας φιλόσοφος δάσκαλος. Ο Ρίτσος της έδειξε την ύπαρξη στις ρωγμές του κόσμου, ο Καβάφης τον ερωτισμό ως μεταφυσική κι ο Σεφέρης τον χρόνο ως εσωτερικό τόπο παλιννόστησης και απώλειας. Δεν αναζητούσε καλλιτεχνική αναγνώριση. Αυτό που αναζητούσε ήταν αυθεντικότητα, ενσυναίσθηση, μετάβαση τονίζοντας μας ότι «Το θέατρο δεν κάνει ηθοποιούς. Κάνει ανθρώπους». Συμπυκνώνοντας την ηθική και την οπτική της για την θεατρική τέχνη ως σχολείο ανθρωπιάς, ως παιδεία της ετερότητας και ως βίωμα μέθεξης.
Κάθε σκηνοθεσία της υπήρξε ανάδυση στο συλλογικό ασυνείδητο. Μία πορεία μέσα από την ατομική μνήμη προς την καθολική εμπειρία. Η σωματικότητα δεν υπηρετούσε την τεχνική· υπηρετούσε τον ρυθμό της ψυχής. Δίδαξε σε επτά γενιές τον παλμό της ελληνικότητας με όρους μεταφυσικής συγκίνησης. Το έργο της έγινε εν τέλει ένα είδος σκηνικής θεολογίας· όχι ως θρησκευτική πράξη, αλλά ως υπαρξιακή λειτουργία της μνήμης και του έρωτα.
Η εμπειρία της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 την έφερε ενώπιον της συλλογικής Ιστορίας. «Δεν είμαι πια θεατής. Είμαι μέρος αυτού του έθνους», μας είπε, καταθέτοντας τη σκηνική της αλήθεια ως πολιτική πράξη. Η Ελλάδα, όπως εξομολογείται, έγινε για εκείνη μήτρα ύπαρξης αφού «Όταν πρωτοαντίκρισα την Ελλάδα, ένιωσα το χώμα κάτω από τα πόδια μου. Ήταν σαν να επιστρέφω στη μάνα».
«Είμαι φωτιά. Είμαι καβαλάρης, όχι μουλάρι», δηλώνει με ειλικρινή παρρησία, επιμένοντας στη δημιουργική πειθαρχία της ύπαρξης. Ο χρόνος για εκείνη δεν φθείρει, μορφοποιεί. «Είμαι 0-8, όχι 8-0. Και όταν έρθει η ώρα μου, θέλω να φύγω χορεύοντας. Όρθια.» Αυτή η στάση συμπυκνώνει την αισθητική της φιλοσοφία, καθώς αντιλαμβάνεται τον βίο ως έργο τέχνης και το τέλος όχι ως εξαφάνιση, αλλά ως αποκορύφωμα.
Η «Αθανασία» δεν είναι απλώς παράσταση. Είναι τελετουργία μετάβασης. Είναι η επιτομή ενός έργου ζωής, μίας σκηνικής οντολογίας όπου το θέατρο γίνεται γλώσσα της ύπαρξης, φορέας μνήμης και δίαυλος μίας Ιδέας. Η Τέχνη, όπως και η αγάπη, δεν εξαφανίζεται. Αντιστέκεται. Και το έργο της Νάνσυ Αθανασοπούλου-Μυλωνά θα παραμείνει, όπως το θέατρο της, παρούσα. Μία μορφή Αθανασίας αφού είναι ο «πολιτιστικός φάρος» ελληνικής ομογένειας στο Τορόντο και τον Καναδά.
Η παράσταση θα παρουσιαστεί από τη θεατρική ομάδα «Έκφραση» την Παρασκευή 3 Μαΐου στο θέατρο Toronto Pavilion. Ώρα προσέλευσης 19:00, έναρξη 19:30. Μία στιγμή ύψιστης θεατρικής συνέχειας και υπαρξιακής κατάθεσης.