Share
Visit Us
email us
CLICK TO VIEW THE WHOLE PUBLICATION ONLINE

Ο Ελληνοιταλικός πόλεμος ή αλλιώς Πόλεμος του 40 ήταν η αρχή των Βαλκανικών Πολέμων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και ξεκίνησε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 μετά την άρνηση του Έλληνα πρωθυπουργού και δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά στις απαιτήσεις των Ιταλών για διέλευση του Ιταλικού στρατού μέσα από την Ελλάδα και παραχώρηση στρατηγικών σημείων της χώρας.

Οι συμπλοκές των δύο χωρών που κράτησαν περίπου 6 μήνες εξελίχθηκαν στην Ήπειρο και στο Αλβανικό μέτωπο, στα σύνορα δηλαδή Ελλάδας και Αλβανίας. Παρά τις αρχικές επιτυχίες του Ελληνικού στρατού ενάντια στους Ιταλούς τους πρώτους μήνες του πολέμου, η μετέπειτα εισβολή των Γερμανών στις 6 Μαρτίου 1941, κατάφερε να λυγίσει την άμυνα των Ελλήνων και να λήξει τον πόλεμο λίγες μέρες μετά

Αρκετά πριν την έναρξη του πολέμου και λόγω των επεκτατικών βλέψεων του Μουσολίνι, είχε ξεκινήσει στην Ιταλία προπαγάνδα εναντίον της Ελλάδας, οι οποίες έφτασαν στο αποκορύφωμα με τον τορπιλισμό του ελληνικού καταδρομικού Έλλη από Ιταλικό υποβρύχιο στην Τήνο στις 15 Αυγούστου 1940.

Παρά το γεγονός οτι δεν υπήρχαν αδιάσειστες αποδείξεις οτι η επίθεση ήταν ευθύνη των Ιταλών, η κοινή γνώμη ήταν σίγουρη για την εμπλοκή της Ιταλίας, η οποία προετοιμαζόταν ήδη για την επερχόμενη εισβολή στην Ελλάδα.

Το σχέδιο επίθεσης των Ιταλών, προέβλεπε την κατάληψη της Ελλάδας σε τρεις φάσεις: Πρώτα της Ηπείρου και των Ιονίων νησιών, μετά της Βόρειας Ελλάδας και στο τέλος το υπόλοιπο της χώρας. Οι Ιταλοί υπερτερούσαν δραματικά στον αέρα, καθώς διέθεταν μεγάλη και σύγχρονη για την εποχή πολεμική αεροπορία.

Επίσης, οι Έλληνες δεν διέθεταν καθόλου άρματα μάχης και ο οπλισμός τους ήταν απαρχαιωμένος. Ωστόσο οι Έλληνες ήταν προετοιμασμένοι για τον πόλεμο από το τέλος της δεκαετίας του '30 και διέθεταν καλύτερο ηθικό.

Οι βασικές ελληνικές δυνάμεις στη περιοχή των Ελληνο-Αλβανικών συνόρων αριθμούσαν τους 35.000 άνδρες, αλλά μπορούσαν γρήγορα να ενισχυθούν από γειτονικές δυνάμεις στη Μακεδονία και τη κεντρική Ελλάδα. Μετά την αρνητική απάντηση του Μεταξά στο τελεσίγραφο των Ιταλών στις 28 Οκτωβρίου, την ίδια ημέρα κιόλας, Ιταλικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα από τα σύνορα της με την Αλβανία, την οποία είχαν ήδη καταλάβει.

Αρχικά κατάφεραν να πιέσουν την ελληνική άμυνα, όμως το ορεινό έδαφος της περιοχής δυσκόλευε την κίνηση των Ιταλικών αρμάτων. Την 1η Νοεμβρίου καταλαμβάνουν τη Κόνιτσα, αλλά λόγω της αντίστασης αποτυγχάνουν να προχωρήσουν περισσότερο στο εσωτερικό.

Παράλληλα, ειδικές μονάδες του Ιταλικού στρατού (αλπινιστές), επιτίθενται μέσα από την Πίνδο, επιχειρώντας να διασπάσουν τον ελληνικό στρατό και καταφέρνουν στις 2 Νοεμβρίου να καταλάβουν το χωριό Βοβούσα, βόρεια από το Μέτσοβο

Οι ελληνικές αντεπιθέσεις κατάφεραν να ελευθερώσουν τη Βοβούσα δύο μέρες μετά και στις 8 Νοεμβρίου οι Ιταλικές ειδικές δυνάμεις άρχισαν να υποχωρούν από την Πίνδο, μέχρι την τελική τους εξουδετέρωση από τους Έλληνες στις 13 Νοεμβρίου (Μάχη της Πίνδου).

Ήδη από τις 9 Νοεμβρίου, ο Μουσολίνι βλέποντας την απρόσμενη αντίσταση των Ελλήνων, είχε αντικαταστήσει τον προηγούμενο διοικητή των επιχειρήσεων του Ιταλικού στρατού με τον Ubaldo Soddu, ο οποίος αναγνωρίζοντας οτι η Ιταλική εισβολή είχε αποτύχει, διέταξε τις Ιταλικές δυνάμεις να αλλάξουν τη στάση τους σε αμυντική.

Στα μέσα του Νοεμβρίου, οι εφεδρείες του ελληνικού στρατού είχαν ήδη φτάσει στο Αλβανικό Μέτωπο, ενισχύοντας τις ελληνικές δυνάμεις τις οποίες διοικούσε ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος και δίνοντας έτσι καθαρή αριθμητική ανωτερότητα στους Έλληνες.

Στις 14 Νοεμβρίου, ο ελληνικός στρατός εισβάλει στην Αλβανία και επιτίθεται στους Ιταλούς, οι οποίοι υποχωρούν. Στην αρχή του νέου έτους, σχεδόν όλη η νότια Αλβανία βρίσκεται στη κατοχή των Ελλήνων.

Η ελληνική αυτή νίκη, ήταν η πρώτη νίκη των Συμμάχων ενάντια στον Άξονα και βοήθησε στην ανύψωση του ηθικού ολόκληρης της Ευρώπης. Ιστορικοί υποστηρίζουν οτι μερικώς άλλαξε και τη ροή του πολέμου, καθώς οι Γερμανοί θέλοντας πρώτα να βοηθήσουν τους Ιταλούς, καθυστέρησαν την Εισβολή στη Σοβιετική Ένωση.

Η προέλασή των Ελλήνων σταματά στο τέλος του Ιανουαρίου, καθώς οι Ιταλικές δυνάμεις είχαν ενισχυθεί εν τω μεταξύ. Στις 4 Μαρτίου, φτάνει η πρώτη βοήθεια από τη Μεγάλη Βρετανία στην Ελλάδα με 57.000 άνδρες, οι οποίοι όμως δεν έφτασαν στο μέτωπο έγκαιρα για να πολεμήσουν.

Και οι δύο δυνάμεις - Έλληνες και Ιταλοί - έμειναν καθηλωμένοι, καθώς καμία από τις δύο πλευρές δεν είχε αρκετές δυνάμεις για να ξεκινήσει μια μεγάλη επίθεση. Ωστόσο, οι Έλληνες είχαν μεταφέρει όλες τους τις δυνάμεις στην Αλβανία, αφήνοντας ακάλυπτα τα σύνορα με τη Βουλγαρία σε μια πιθανή επίθεση των Γερμανών.

Η ελληνική πλευρά - αντίθετα με τη στρατιωτική λογική η οποία επέβαλε την υποχώρηση των στρατευμάτων από τις μακρινές θέσεις στην Αλβανία και την ενίσχυση της Μακεδονίας, πίστευε πως δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να χάσει τις θέσεις που τόσο ένδοξα κέρδισε τους προηγούμενους μήνες.

Τον Μάρτιο του 1941, οι Ιταλοί επιχείρησαν ακόμη μια μεγάλη επίθεση, η οποία επίσης απέτυχε και τα Ιταλικά στρατεύματα έμειναν σε αναμονή, καθώς οι Γερμανικές δυνάμεις κατευθύνονταν προς την Ελλάδα. Στις 6 Απριλίου, Γερμανοί και Ιταλοί ξεκίνησαν μια μεγάλη επίθεση.

Στις 12 Απριλίου η ελληνική στρατιωτική διοίκηση βλέποντας τη γρήγορη επέλαση των Γερμανών, διατάζει την απομάκρυνση των ελληνικών δυνάμεων από την Αλβανία. Στις 18 Απριλίου, ο ελληνικός στρατός της Ηπείρου αποκόπτεται στο Μέτσοβο από τους Γερμανούς και την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τα Ιωάννινα.

Στις 20 Απριλίου, ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου χωρίς την έγκριση του στρατηγού Παπάγου, παραδίδει τον ελληνικό στρατό στους Γερμανούς για να αποφύγει την ντροπιαστική παράδοση στους Ιταλούς. Η παράδοση στους Γερμανούς προέβλεπε οτι οι Έλληνες στρατιώτες δεν θα γίνονταν αιχμάλωτοι πολέμου και οι αξιωματικοί θα διατηρούσαν τους βαθμούς τους.

Εξαγριωμένος ο Μουσολίνι για αυτή τη μονομερή παράδοση, θα ζητήσει να επαναληφθεί η τελετή παράδοσης στις 23 Απριλίου, παρουσία Ιταλών αντιπροσώπων

Στις 24 Απριλίου, ο Ιταλικός στρατός ενώνεται με τον Γερμανικό και επιτίθενται στην Αττική, οι Βρετανοί ξεκινούν την απομάκρυνσή τους από την Ελλάδα, ενώ οι Βουλγαρικές δυνάμεις εισβάλουν στη Θράκη. Στις 3 Μαΐου, μετά την κατάληψη της Κρήτης, ολοκληρώθηκε η κατοχή ολόκληρης της χώρας από τον Άξονα, η οποία εορτάστηκε και με παρέλαση Γερμανών και Ιταλών στην Αθήνα.

Τα επόμενα τρία χρόνια, διατηρήθηκε η κατοχή και ο έλεγχος της χώρας από τις τρεις αυτές δυνάμεις, ενώ μεμονωμένες δυνάμεις Ελλήνων δημιούργησαν την Αντίσταση, η οποία συντέλεσε στην απελευθέρωση περιοχών της ορεινής Ελλάδας και την απομάκρυνση των Γερμανών στο τέλος του 1944.

Posted 
October 22, 2021
 in 
 category

Join Our Newsletter and Get the Latest
Posts to Your Inbox

No spam ever. Read our Privacy Policy
Thank you! Your submission has been received!
Oops! Something went wrong while submitting the form.